Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ 
 
(αρχ.κείμενο και μετάφραση)
 
Ἐλάχιστα γνωρίζουμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀρχίλοχου, κι αὐτὰ ἀβέβαια. Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται γύρω στὸ 680 π.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάρο. Ὁ πατέρας του, κάποιος Τελεσικλῆς, ἦταν ἀριστοκράτης καὶ ἡ μητέρα του Ἐνιπῶ, δούλα. Ὁ παππούς του, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του, φέρεται σὰν ἀποικιστὴς τῆς Θάσου καὶ κομιστὴς τῆς λατρείας τῆς Δήμητρας. Ὁ Ἀρχίλοχος πέρασε τὴ ζωή του μέσα στὴ φτώχεια. Ἐργάστηκε σὰν μισθοφόρος, συμμετέχοντας στὶς ἐπιδρομές ποὺ συντάραξαν τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, στὴ διάρκεια τοῦ 7ου π.Χ. αἰώνα. Φαίνεται πῶς προσπάθησε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια μὲ κάποια Νεοβούλη, ἀλλὰ ὁ Λυκάμβης, πατέρας τῆς νύφης, ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση, ὁ ποιητὴς ἀντέδρασε διασύροντας τὸν ἄπιστο πεθερό. Ἡ δύναμη τῶν σκωπτικῶν στίχων του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Λυκάμβης καὶ οἱ δύο του κόρες αὐτοκτόνησαν. Πιθανῶς ἀποπλάνησε καὶ τὴν ἀδελφὴ τῆς Νεοβούλης. Ἐπινόησε τὸν ἴαμβο καὶ τὴν ἐπωδό, ἐπιφέροντας σημαντικὲς τεχνικὲς ἀλλαγὲς στὸ ἡρωϊκὸ ποιητικὸ ἰδίωμα ποὺ κυριαρχοῦσε μέχρι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ. Εἶναι προφανὲς πὼς ὁ πατρικὸς ἄξονας τῆς καλλιτεχνικῆς προσωπικότητάς του εἶναι ὁ Ὅμηρος. Σὰν ἄνθρωπος ἦταν παρορμητικὸς, ἀθυρόστομος καὶ ἐκδικητικὸς. Ἄγνωστο πότε, τὸν σκότωσε κάποιος Καλλώνδης ἢ Κόρακας, σὲ μάχη μὲ τοὺς Ναξίους. Μαρτυρεῖται πὼς ὁ φονιᾶς δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὴν Πυθία. (Διαβάστε τον Πρόλογο σε απλό κείμενο)
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ – Διαβάστε το

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μεσημέριασε καὶ ἡ ζέστη εἶναι ἀφόρητη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Ἄνω Σύρου ἡ θάλασσα φαίνεται νὰ κρατᾶ μιὰ μεγάλη ὑπόσχεση ἀνέμου. Σκέπτομαι τὸ λυρικὸ ποίημα. Σὰν ὑπόσχεση δημιουργίας ἑνὸς κοσμικοῦ ρυθμοῦ τὸ σκέπτομαι· ὑγρὴ ὑπόσχεση, ὅπως ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν ἀπὸ παντοῦ στὶς σκέψεις μου. Μιλοῦν, χειρονομοῦν, ὅλο καὶ μὲ κάτι καταπιάνονται· κάποτε τὸ πετυχαίνουν, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν καταφέρνουν τίποτε. Τότε ξεσποῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνει τὸν Ἕναν Ἄλλο ἢ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ κρατᾶ τὸν Ἕνα Μοναδικό. Ρυθμὸ ζητοῦν· τὸ ρυθμὸ ποὺ κάνει τὸν κόσμο, κόσμο τους. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀσθενικὴ σκευὴ, δὲν μποροῦν νὰ ἐπιβιώσουν χωρὶς τὴν ἐλπίδα ἐπικράτησης πάνω σὲ καθετὶ καὶ σὲ καθέναν. Οἱ ἄνθρωποι διαθέτουν μόνο ἕναν κατάδικό τους τρόπο ἐπιβίωσης: νὰ σκοτώνουν ὅ,τι ἀγαποῦν ἢ νὰ τραγουδοῦν γιὰ ὅ,τι ἀγαποῦν, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἄν ἀποφασίσεις πῶς ἡ ἐπιθυμία αὐτοκτονεῖ τὴ στιγμὴ τῆς ἱκανοποίησής της.
Ὅμως, δίπλα στὴ θάλασσα, δὲν παίρνονται εὔκολα τέτοιες ἀποφάσεις. Ἡ θάλασσα εἶναι τὸ ἀκαθόριστο, τὸ μακρυνό, τὸ διαρκῶς ἄλλο. Ἡ θάλασσα δὲν ξέρει τὴ μονότονη παρουσία τοῦ πεύκου, οὔτε τὴν ἐπίμονη ἀπελπισία τοῦ τζίτζικα. Ὁ δασωμένος κόρφος τῆς γῆς ἀνατρέφει τὸ τραγικὸ στοιχεῖο, σὰν σύγκρουση μὲ τὴν ἀέναη μονοτονία τοῦ κόσμου. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τὸ τζιτζίκι, γιὰ ἕνα μόνο μεσημέρι, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ πῶς ὁ θάνατος εἶναι λύτρωση ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῆς ὕπαρξης καὶ χωρὶς νὰ ἀπελπιστεῖ γιὰ τὴ σκέψη αὐτὴ; Μὲ τί μάχεται ὁ Οἰδίποδας; Μὲ τί παλεύει ὁ Φιλοκτήτης; Μὲ τὸν ἴδιο δαίμονα ποὺ μετριέται ὁ Ἰὼβ, μὲ τὸ ἴδιο ἐρώτημα: “Τί μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει κανεὶς ἀπὸ ἕναν κόσμο τόσο αὐτάρκη, τόσο προσηλωμένο στὸ ρυθμό του;” Μόνο τὰ παιδιὰ τῆς θάλασσας τολμοῦν τὴν ἀπάντηση: “Τὸ ρυθμό του ὁ καθένας, γιὰ ρυθμὸ τοῦ κόσμου· ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ὁ καθένας, γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ὁμοίους του”. Αὐτὸ εἶναι Λυρισμὸς καὶ Μοντερνισμός. Νὰ ἔρθεις στὴ ζωὴ, νὰ τραγουδήσεις ὅπως σοῦ κάνει κέφι καὶ νὰ φύγεις. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ βροῦν οἱ ἐπερχόμενοι.
*
Ὁ Ἀρχίλοχος μὲ συνάντησε μέρα μεσημέρι· ὄχι στοὺς ἀδιέξοδους δρόμους τῆς πρωτεύουσας - ἄν καὶ θὰ μποροῦσε - οὔτε στὶς πολυέξοδες ἁπλωσιὲς τοῦ Αἰγαίου - ἄν καὶ θὰ τὸ προτιμοῦσα. Στὴ διάρκεια μιᾶς ζωῆς γεμάτης παράλογους θανάτους καὶ μοχθηρὲς ἐλπίδες, ἀνεπαρκεῖς ἀπολαύσεις καὶ ἔνθεες ἀκυρώσεις, γνώρισα πολλοὺς μαχητὲς. Πάλευαν - γιὰ τὶ ἄλλο - γιὰ χρῆμα ἢ γιὰ δόξα. Ἐπειδὴ δὲν πόθησα ποτὲ τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, εἶχα τὴν ἄνεση νὰ τοὺς σπουδάσω. Δὲ διέθεταν φαντασία· ὁ μόνος κοσμικὸς ρυθμός ποὺ μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ἦταν ἡ συνεχὴς λειτουργία μιᾶς καλοκουρδισμένης μηχανῆς ποὺ δουλεύει γι' αὐτούς. Δὲ διέθεταν γνώση· τὸ μόνο εἶδος λογικῶν προτάσεων ποὺ μποροῦσαν νὰ παράγουν ἦταν οἱ “προφανεῖς”. Δὲ διέθεταν γοῦστο· ἡ ὀμορφιά τους δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα πέρα ἀπὸ τὴν ὁμοιομορφία. Ἐξάλλου, ἐλάχιστοι ἦταν πραγματικοὶ ἄντρες.
Ὁ Ἀρχίλοχος ὑπῆρξε πραγματικὸς ἄντρας· ἤξερε πότε κινδύνευε νὰ κλάψει καὶ πότε χρειαζόταν νὰ σκοτώσει. Γιὸς ἑνὸς εὔπορου Πάριου καὶ μιᾶς δούλας, διέθετε τὸ μέτρο τῆς ἀπερισκεψίας ποὺ χαρακτηρίζει κάθε εὐφυὴ ἄνθρωπο. Μεγαλώνοντας ἀνάμεσα στὴν παράδοση του πατέρα νόμου καὶ στὴν αἰώνια μοντερνικότητα τῆς μητέρας ἐπιθυμίας, διαμόρφωσε ἐκείνη τὴ βαθιὰ αἴσθηση ρεαλισμοῦ ποὺ καταλογίζει τὴν πραγματικότητα στὴν ἀντοχὴ τῆς ἐπινόησης. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ οἰκονομικὰ προβλήματά του, ἔγινε μισθοφόρος καὶ ὅταν χρειάστηκε νὰ σπαταλήσει τὸ αἷμα του ἄδικα στὴν πληρωμένη μάχη, ἀντέδρασε σὰν ἐργαζόμενος: προστάτευσε τὴν ἐργατικὴ δύναμή του. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ παντρευτεῖ τὴ γυναίκα ποὺ ἀγάπησε καὶ ὁ πατέρας της ἀρνήθηκε τὸ γάμο, ξέσπασε σὰν κτῆνος κατὰ πάντων, ὁδηγώντας τὴν οἰκογένεια ποὺ τὸν ἀρνήθηκε σὲ μαζικὴ αὐτοκτονία. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ποίηση, ἐπινόησε ἕνα νέο εἶδος καὶ ἀνανέωσε πολλὰ παλαιότερα. Ἔγινε ὁ πρῶτος γνήσιος λυρικὸς ποιητὴς τῆς Εὐρώπης, μὲ τρόπο τελειωμένο, κλασικό. Ὅταν σκοτώθηκε στὴ μάχη, ὁ φονιὰς του δὲν ἔγινε δεκτὸς στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν Δελφῶν. Ποιός θὰ τολμοῦσε, σήμερα, νὰ ἱσχυριστεῖ τὸν ἑαυτό του, μὲ τόσο λαμπρὰ ἀποτελέσματα; Σκουριά, πολλὴ σκουριὰ στὸ λινὸ τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Ἀρχίλοχος μὲ βρῆκε στὸ ἐργαστήριο, μιὰν ὥρα ἀπελπισμένης μέριμνας γιὰ τὴ μείωση τοῦ γλωσσικοῦ πληθωρισμοῦ ποὺ προαπαιτεῖ κάθε συνεπὲς ποιητικὸ προϊόν. Προσπαθοῦσα νὰ κατασκευάσω ἕνα συμπαγὲς σύνολο ρυθμικῶν χειρονομιῶν, ἱκανὸ νὰ ἐκχωρήσει τὴν Ἰλιάδα στὴν περιοχὴ κυριαρχίας τῆς ποίησής μας - ὅπως γράφεται σήμερα, ἢ τουλάχιστον ὅπως δοκιμάζεται ἀπὸ μιὰ-δυὸ ἀποτελεσματικὰ ἐμπνευσμένες φωνὲς τῆς γενιᾶς μου. Οἱ ἀντιστάσεις ποὺ συναντοῦσα σχετίζονταν κυρίως μὲ τὴν περίτεχνη εἰκονοποιία, παρὰ μὲ τὸ στόμφο τῶν ἀγορεύσεων ἢ μὲ τὴ συμβατικότητα τῶν ποιητικῶν ἀντιστοιχιῶν. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, τὸ ἀνεπίτρεπτο ξέσπασμα τοῦ Ἀχιλλέα στὸ πολιτικὰ ὀρθὸ περιβάλλον τῆς 9ης ραψωδίας, μοῦ πρότεινε μιὰν οὐσιαστικὴ γνωριμία μὲ δύο μεγάλους ποιητές. Ὁ πρῶτος - ἀπὸ λίγο τελευταῖος μεγάλος τῆς ἀρχαίας φωνῆς - ἦταν ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀλλὰ, δὲ στάθηκε παρὰ μιὰ ἀποκάλυψη τῆς προσωπικῆς μου ἀλήθειας: ἀμετανόητος ἐραστὴς τῆς μουσικῆς τοῦ ὀρθολογικοῦ, διάπυρος οἰκογενειάρχης τῆς πολιτικῆς θεολογίας· ἕνας ρομαντικὸς Χριστιανός, ἕνας πραγματικὸς γνωστικὸς δαίμονας, κλεισμένος στὸν ἀπόλυτα ὀργανωμένο λόγο τῆς ἀρχαιότητας: πάθος καὶ πόθος καὶ φλόγα καὶ ρώμη ποὺ βηματίζουν, μὲ γοητευτικὰ τελετουργικὲς κινήσεις, πρὸς τὸν ἀναπόφευκτο θάνατο. Ἕνα σκληρὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἐξορία ποὺ λέμε ζωή. Ὁ δεύτερος ποιητής - πρῶτος Εὐρωπαῖος Λυρικὸς - ἦταν ὁ Ἀρχίλοχος. Ὁ τραχὺς μισθοφόρος του 7ου π.Χ. αἰώνα στάθηκε στὴν ἔξοδο τῶν λέξεών μου, ὁπλισμένος μὲ ἀπουσίες, ἀσάφειες, προκλητικὲς εἰκασίες, αἰχμηρὲς σιωπὲς. Θὰ μποροῦσα νὰ μιλήσω γιὰ μιὰν ἀποκάλυψη, ἄν ὁ Ἀχιλλέας δὲν τὸν ἀπαιτοῦσε ἤδη, μέσῳ τῆς θεσμοποιημένης φωνῆς τοῦ Ὁμήρου, δηλώνοντας πρὸς τὸν Ὀδυσσέα:
“...καλύτερα νὰ πῶ ἀπροκάλυπτα τὶ σκέφτομαι καὶ τὶ θὰ γίνει,
γιὰ νὰ μὴ σκούζετε ἄσκοπα ἀπὸ 'δῶ κι ἀπὸ 'κεῖ.
Θάνατο μοῦ μυρίζει αὐτὸς ποὺ ἄλλα σκέφτεται καὶ ἄλλα λέει.
Ἄκου λοιπὸν τὶ μοῦ φαίνεται κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση.
Οὔτε ὁ Ἀγαμέμνονας, οὔτε οἱ ἄλλοι Δαναοὶ - νομίζω - θὰ μὲ πείσουν,
ἀφοῦ ἔμαθα πιὰ πῶς ὁ ἀκατάπαυστος ἀγώνας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἀντικείμενο τιμῆς.
Ἴδιο μερίδιο καρπώνεται ἐδῶ αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ
κι αὐτὸς ποὺ κρύβεται στὴν ἀθλιότητά του,
ἴδια τιμὴ ὁ γενναῖος κι ὁ δειλὸς, ἴδιο θάνατο ὁ μαχητὴς κι ὁ λιποτάχτης.
Ἄλλο ἀπὸ πίκρες κι ἀγωνίες δὲν ἔχω ἀποκομίσει,
ἐκθέτοντας στὴ μάχη τὴ ζωή μου.
Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ δίνει στὰ γυμνὰ μικρὰ του τὴν τροφή,
πρὶν κὰν προλάβει νὰ τὴ δεῖ - κακῶς, γιατὶ κι αὐτὸ πεινάει -
πείνασαν οἱ νύχτες μου τὸν ὕπνο καὶ λαχάνιασαν αἷμα οἱ μέρες μου,
σὲ ἀγῶνες ἀντρῶν γιὰ τὴν κυριαρχία γυναικῶν.
Δώδεκα πόλεις θέρισαν τὰ καράβια μου σ᾿ ὁλόκληρη τὴ γῆ,
κι ἕντεκα ὄργωσαν τὰ πόδια μου ἐδῶ στὴν Τροία.
Πάντα ἀποσποῦσα ὅ,τι πολυτιμότερο καὶ πάντα στὸν Ἀγαμέμνονα τὸ ἔδινα.
Στὸν Ἀτρείδη! Νὰ μένει ἐκεῖνος στὰ μετόπισθεν, κοντὰ στὰ γρήγορα καράβια,
ἔτοιμος γιὰ τὴ μοιρασιὰ: λίγα στοὺς ἄλλους, πολλὰ στὸν ἑαυτό του,
ὁρισμένα σὲ ἀρχηγοὺς καὶ βασιλιάδες. Τὰ διατηροῦν ἀκόμη.
Μόνον ἐμένα βρῆκε νὰ στερήσει ἀπὸ γυναίκα ἀγαπημένη.
Πάει καλά! Δικό μου πόθο ἄς χαίρεται.
Ὅμως οἱ Ἀργείοι γιατὶ νὰ πολεμοῦν τοὺς Τρῶες;
Γιατὶ συγκέντρωσε τόσο στρατὸ καὶ τὸν ὁδήγησε ἐδῶ,
ἄν ὄχι γιὰ τῆς Ἑλένης τὰ ὑπέροχα χτενίσματα;
Ἤ μήπως ἀπὸ τοὺς θνητοὺς μόνον οἱ Ἀτρεῖδες ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τους;
Κάθε καλὸς καὶ λογικὸς ἄντρας προστατεύει ὅ,τι ἀγαπάει.
Ἔτσι κι ἐγὼ· τὴν ἀγαποῦσα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου
κι ἄς ἤτανε σοδειὰ τοῦ κονταριοῦ μου.
Πρῶτα μοῦ ἀφαίρεσε προνόμιο, μὲ ἀτίμασε καὶ τώρα ἐπιχειρεῖ νὰ μὲ ἐμπλέξει
στὸ δόλο του. Δὲ θὰ μὲ πείσει, Ὀδυσσέα.
Ἄς σκεφτεῖ μαζί σας πῶς θὰ βγάλει τὰ καράβια ἀπὸ τὴν μπόρα τῆς φωτιᾶς.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κόπιασε πολλὰ χωρὶς ἐμένα.
Καὶ τεῖχος ὕψωσε καὶ τάφρο ἔσκαψε καὶ πάσσαλους φύτεψε.
Τὴ δολοφόνα ὁρμὴ τοῦ Ἕκτορα δὲ βλέπω νὰ θερίζει!
Ὅσο καιρὸ συμπολεμούσαμε, ὁ Ἕκτορας δειχνόταν ἐξυπνότερος
κι ἀπέφευγε νὰ δώσει μάχη μακριὰ ἀπ' τὸ τεῖχος:
μέχρι τὶς Σκαιὲς Πύλες, τὸ πολὺ μέχρι τὴ βελανιδιά.
Κι ὅταν κάποτε ἔφτασε ἐκεῖ, ξέφυγε τὴν ὁρμή μου τὴν τελευταία στιγμή.
Τώρα πιὰ δὲν ἔχω διάθεση νὰ πολεμήσω τὸν ἔνθεο ἄντρα.
Αὔριο θὰ κάνω τὸ ἱερὸ χρέος μου πρὸς τὸ Δία καὶ τοὺς ἄλλους θεούς,
θὰ φορτώσω τὰ καράβια, θὰ τὰ ρίξω στὰ νερὰ πρωί-πρωί,
κι ἄν θέλεις - λέω, ἄν - θὰ δεῖς πῶς ὀργώνουν
τὸν Ἑλλήσπντο οἱ ἄνδρες μου μὲ τὰ κουπιά,
πῶς κατακτοῦν μὲ προθυμία τὴν πατρίδα τῶν ψαριῶν
καὶ πῶς, ἂν μᾶς χαρίσει νηνεμία ὁ περίφημος κύριος τῆς γῆς,
-πῶς, λέω- σὲ τρεῖς μέρες βλέπω τοὺς κατάσπαρτους ἀγροὺς τῆς Φθίας.
Ἄφησα πίσω μου πολλὰ, ὅταν δυστύχησα νὰ ἔρθω ἐδῶ:
χρυσάφι, πύρινο χαλκό, γυναῖκες λυγερές καὶ σίδερο μελαχρινό.
Ὅ,τι μοιράστηκα μαζί σας θὰ προσθέσω.
Τὸ προνόμιο ποὺ μοῦ παρεῖχε ὅμως τὸ πρόσβαλε·
ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀτρείδη Ἀγαμέμνονα στάθηκε ἀτίμωση γιὰ μένα.
Ὅπως τὰ λέω νὰ τοῦ τὰ πεῖτε, ἀκοῦτε; Φανερά!
Ν᾽ ἀγανακτήσουν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ ν᾽ ἀμυνθοῦν,
ὅταν ἐπιχειρήσει νὰ ἐξαπατήσει κι ἄλλο Δαναό.
Γιατὶ εἶναι πάντα ἐξοπλισμένος μὲ τὴν ἀναίδειά του.
Μόνον ἐμένα δὲν τολμάει ν' ἀντιμετωπίσει, ὅσο κυνικὸς κι ἄν εἶναι.
Δὲν ἔχω βέβαια τὴν παραμικρὴ διάθεση νὰ κουβεντιάσω μαζί του,
πόσο μάλλον νὰ συμπράξω σὲ ὁτιδήποτε·
μ' ἐξαπάτησε ἤδη μιὰ φορά· ἔσφαλε.
Δὲ θὰ τοῦ δώσω ἄλλην εὐκαιρία νὰ μὲ παγιδεύσει σὲ λόγια.
Φτάνει! Ἄς πάει νὰ χαθεῖ, ἀφοῦ τὸν τρέλανε τοῦ Δία ἡ λογική.
Τὰ δῶρα του σιχάματα: μιὰ τρίχα σὲ μαλλιαρὸ κεφάλι.”
(Ἰλιάδος Ι, 309-378)
Ἐδῶ, ὁ Αχιλλέας εἶναι ἔτοιμος νὰ “ἰαμβίσει”, νὰ μιλήσει τὴ ζωντανὴ γλώσσα τῆς ὁργῆς του, νὰ θραύσει τὴν ἀργόσυρτη διατύπωση τοῦ ἡρωικοῦ στίχου. Εἶναι ἔτοιμος νὰ γίνει Ἀρχίλοχος, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶναι ὁ ποιητής· δὲν ἀποφασίζει αὐτὸς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι ὁ ἑαυτὸς του· οὔτε κι αὐτὸς ἀποφασίζει. Ἂν μποροῦσε νὰ παρατήσει τὴν αὐλὴ τοῦ ἄρχοντα ποὺ διασκεδάζει, ἂν ἔβγαινε στοὺς δρόμους καὶ συναναστρεφόταν τὸ πλῆθος ποὺ διαθέτει τὴν ἰδιότυπη ἐλευθερία νὰ πεθαίνει ὅπως θέλει, θὰ κέρδιζε τὸν ἑαυτὸ του καὶ θὰ χάριζε στὸν Ἀχιλλέα τὸ δικό του. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἀρχίλοχος καὶ ἀπέσπασε τὴν κατάδική του ἀθανασία. Χρησιμοποίησε μουσικὲς φόρμες, γλωσσικοὺς τύπους καὶ θέματα γερὰ κατεργασμένα στὸ καμίνι τῆς ζωῆς ἀνθρώπων ποὺ ἐπειδὴ παλεύουν γιὰ τὸ ἴδιο τὸ δικαίωμα τους νὰ ζοῦν, δὲ στέκονται σὲ τελετουργικὲς ἁβρότητες. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ λαϊκὸς ποιητής, τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ἡ ἐποχὴ του, ὁ 7ος π.Χ. αἰώνας, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πορεία τῆς μάζας πρὸς τὴν ἐξουσία. Ἡ στενότητα τοῦ ζωτικοῦ χώρου καὶ ἡ ἀνεπάρκεια τῶν φυσικῶν πόρων ἔστρεψαν τὶς γερασμένες κοινότητες σὲ μεταναστευτικὲς ἐπιδρομές. Οἱ ἄποικοι διαμόρφωσαν μιὰν αὐτόνομη νοοτροπία καὶ ὁ νεοπλουτισμός τους ἐκφράστηκε πολιτικὰ μὲ τὴν ἄνοδο στὴν ἐξουσία λαϊκιστῶν τυράννων. Ἡ μάζα διέχυσε τη νοοτροπία της στὸ δημόσιο χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σκληρὸ περιβάλλον σχετικισμοῦ. Ὁ Ἀρχίλοχος, σὰν καλλιτέχνης, δὲ βλέπει μὲ καλὸ μάτι αὐτὸ τὸ σχετικισμό. Ἀπαξιεῖ τὴ νοοτροπία τῆς μάζας, παρ' ὅλο ποὺ δὲ φαίνεται νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὶς συνήθειές της. Δίνει στὰ στοιχεῖα του ὑψηλὴ καλλιτεχνικὴ ἀξία. Χρησιμοποιεῖ εἰκόνες καίριες, φυσικὰ σχήματα καὶ ἁπλοὺς τρόπους. Ἡ στάση του ἀπέναντι στὴν παράδοση εἶναι ἀπόλυτα διακριτή, σὲ μορφολογικὸ καὶ ἰδεολογικὸ ἐπίπεδο. Παρ' ὅλη τὴν ὁργὴ ποὺ ἐκφράζει ὁ Ἀχιλλέας στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τῆς Ἰλιάδος, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὴ συγκυριακὴ δυσφορία του, γιὰ τὴν παραβίαση τῶν κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους παίζεται τὸ παιχνίδι τῆς ἐξουσίας. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ προβεῖ σὲ κριτικὴ τῶν κανόνων καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ παιχνιδιοῦ. Κατὰ κάποιον τρόπο, ὁ Ἀχιλλέας εἶναι πιὸ ἀνθρώπινος, ἔστω καὶ μὲ ἕνα συμβατικὸ τρόπο. Τὸ ἐντυπωσιακὸ μὲ τὸν Ἀρχίλοχο εἶναι πὼς ἐνῶ διαθέτει μιὰ φωνὴ ἀπόλυτα προσωπικὴ, μεριμνᾶ συνεχῶς γιὰ τὴν ἐγγραφὴ ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ ἡ ἔκφραση τῶν συναισθημάτων του διατρέχεται ἀπὸ τὸ μηδενισμὸ τοῦ σκληροπυρηνικοῦ ἠθικολόγου. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποθέσει ἕνα εἶδος λυρικοῦ στοχασμοῦ ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὸν Ἀρχίλοχο καὶ φτάνει, μέσῳ τοῦ Νίτσε, στοὺς μοντερνιστὲς διανοούμενους τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀριστερᾶς. Ὁ Λυρισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Λυρισμὸς τῆς Σαπφοῦς. Τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο εἶναι ὁ ἑαυτός του μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ Σαπφῶ μοιάζει νὰ εἶναι προσωπικὴ στὴν ἔκφρασή της ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς: ἡ ἔκφραση τῶν ἐρωτικῶν συναισθημάτων ἀπαιτεῖ τὸν ἐραστὴ ὁλόκληρο καὶ διακριτό. Σὰν νὰ λέμε, δὲν ὑφίσταται μὴ προσωπικὴ ἐρωτικὴ ποίηση· ἄν καὶ ἡ ψυχολογία τοῦ ἐρωτικοῦ μορφώματος δὲ συμφωνεῖ ἀπόλυτα. Κατὰ κάποιο περίεργο τρόπο, ὁ Ἀρχίλοχος ἀναφαίνεται σὰν ὑποκείμενο, στὴν προσπάθειά του νὰ ὑπερασπίσει ὁρισμένες ἠθικὲς προκείμενες. Δὲν εἶναι ὁ φορμουλαϊκὸς κόσμος τοῦ Ὁμήρου ποὺ πρέπει νὰ ὑπερασπίσει, ἀλλὰ ὁ ἐνδεχομενικὸς κόσμος μιὰς δημοκρατίας αὐτόνομων ὑποκειμένων. Ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ Ἀρχίλοχου διαθέτει μιὰ ἐντυπωσιακὰ πολιτικὴ διάσταση.
Ἀλλὰ ὁ Ἀρχίλοχος εἶναι ποιητὴς καὶ μάλλιστα ὁ πρῶτος προσωπικὸς ποιητὴς τῆς δυτικῆς Ἀρχαιότητας. Ἡ πολιτικὴ διάσταση τοῦ ἔργου του ἀφορᾶ στὴ συνθήκη κοινωνικῆς παρεύρεσης· μόνο μὲ αὐτὴ τὴ διάσταση μπορεῖ νὰ κοινοποιηθεῖ ἐπιτυχῶς. Ὁ ἴαμβος χρειάζεται ἕνα σύνολο ἠθικῶν προκειμένων, ὅπως ὁ ἔρωτας χρειάζεται τὸ πάθος, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ δημιουργικὸ ὑποκείμενο. Δὲν ἔχει καὶ τόση σημασία ἂν οἱ προκείμενες αὐτὲς περιορίζονται σὲ ἕναν κυνισμὸ, ποὺ θεωρεῖ τὴ ζωὴ σὰν ὁρισμένες κινήσεις ποὺ ἂν τὶς μάθεις, παίζεις τὸ παιχνίδι μιὰ χαρὰ καὶ ἐξασφαλίζεις τὴν ἐσωτερικὴ αὐτονομία σου. Ἂν καὶ, στὸ σημεῖο αὐτὸ, βρισκόμαστε μπροστὰ στὴν οὐσία τῆς σχέσης ποίησης καὶ πολιτικῆς, σημασία ἔχει ἡ τακτικὴ ποὺ ἐπιτρέπει τὴν παραμονὴ τοῦ ὑποκειμένου στὸ ὀντολογικό ἐπίπεδο τῆς ποίησης. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι, γιὰ τὸν Ἀρχίλοχο, ἡ μεταφορὰ· ὄχι ἡ ἀναλογικὴ μεταφορά, ποὺ χρειάζεται μιὰ πνευματοποιημένη φύση, ἀλλὰ ἡ διαφορικὴ τιμολόγηση τοῦ ἀντικειμένου, ποὺ χρειάζεται μιὰ κοινωνία καὶ ἀρκετοὺς θεσμοὺς. Μιὰ λέξη φτάνει γιὰ νὰ τινάξει στὸν ἀέρα τὴ θεσπισμένη κατωτερότητα τῶν δούλων καὶ νὰ δημιουργήσει καίρια ποίηση.
Ἡ μάχη μὲ τὰ σπαράγματα τοῦ Ἀρχίλοχου κάθε ἄλλο παρὰ εὔκολη ἦταν. Νομίζω πῶς τοῦ προκάλεσα τουλάχιστον ὅσες ἀπώλειες μοῦ προκάλεσε. Δὲν εἶναι λίγο νὰ ἔρχεσαι “μία ἡ ἄλλη” μὲ τὶς προσδοκίες σου! Φυσικὰ, ἀπέφυγα νὰ πάρω ἀποφάσεις φιλολογικές. Ἀλλὰ τέτοιου εἴδους ἐπιφυλάξεις συνιστοῦν ἤδη μιὰ σειρὰ ἀποφάσεων. Τόλμησα νὰ τὶς ἀναλάβω μὲ τὴν περίσκεψη τοῦ ἐπώνυμου ἐρασιτέχνη. Ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τους εἶχε χαρακτήρα ποιητικό. Πάντως, προσπάθησα, ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει ἡ ἐντιμότητά μου, νὰ μὴν προσβάλλω τὸν κόπο ἀνθρώπων ποὺ δαπάνησαν καὶ δαπανοῦν τὴν εὐφυΐα τους στὸ αὐστηρὸ ἔργο τῆς ἀποκατάστασης. Οἱ φιλόλογοι χτίζουν μὲ ὑπευθυνότητα, οἱ ποιητὲς κατοικοῦν μὲ ἕνα εἶδος καταναγκαστικῆς ἀνευθυνότητας! Ἡ ποίηση εἶναι μιὰ παράτολμη τέχνη ποὺ πρέπει νὰ βελτιώνει διαρκῶς τὰ ἐργαλεῖα της.
*
Κοντεύει ἀπόγευμα καὶ ἡ ζέστη εἶναι ἀφόρητη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Ἄνω Σύρου, ἡ Τῆνος φαίνεται νὰ δροσίζεται ἀμετανόητα. Κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της φίλους καὶ στὰ πέτρινα χείλη της μιὰ μεγάλη ὑπόσχεση ἀνέμου. Ἡ ποίηση βρίσκεται ἀνάμεσά μας ἤ δὲν ξέρει νὰ μιλᾶ. Ὁ Ἀρχίλοχος εἶναι ἕνας μοντέρνος ποιητὴς ἤ εἶναι γιὰ πάντα βουβός.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Ἄνω Σύρος 1999 - Ἀθήνα 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου