Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ: ΚΡΑΤΥΛΟΣ

Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ: ΚΡΑΤΥΛΟΣ
 
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
 
Η ιστορική σημασία του "Κρατύλου" έγκειται στο ότι στις σελίδες του ενσωματώνεται η πρώτη φιλοσοφική απόπειρα στην ιστορία της δυτικής σκέψης να αντιμετωπισθεί φιλοσοφικά η προβληματική της γλώσσας, και μάλιστα να συμπεριληφθούν σε ένα έργο η σχετική προσέγγιση του Πλάτωνος και προϋπάρξασες διδασκαλίες των Σοφιστών. Στον διάλογο αυτό δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι αμφίσημο και -ακριβώς γι αυτό- αντιφατικό, κυρίως δε αμφίσημα και αντιφατικά είναι τα ερωτήματα που εισάγονται προς συζήτηση. [...] Μια μνημειώδη έκδοση του πλατωνικού διαλόγου «Κρατύλος» επιχείρησε ο Γ. Κεντρωτής - καθηγητής Θεωρίας της μετάφρασης, μεταφραστής πολλών ξένων συγγραφέων, αλλά και συγγραφέας ο ίδιος μελετών. Οι φιλολογικές φιλοδοξίες του Γ. Κεντρωτή ξεπερνούν κι εκείνες των φιλολόγων μεταφραστών και σχολιαστών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Διότι μπορεί η έκδοσή του να μην είναι ξεκάθαρο σε τι είδους αναγνώστες απευθύνεται -φοιτητές, φιλολόγους, εραστές της παράδοσης ή ερασιτέχνες γλωσσολόγους- δεν παύει όμως να αποτελεί ένα κατόρθωμα. Ο «Κρατύλος» είναι το πρώτο σωζόμενο έργο της αρχαιοελληνικής γραμματείας όπου αντιμετωπίζεται φιλοσοφικά η προβληματική της γλώσσας και συμπεριλαμβάνονται οι προ του Πλάτωνος σχετικές διδασκαλίες των σοφιστών. Όσοι είναι κάπως εξοικειωμένοι με τους πλατωνικούς διαλόγους δεν θα δοκιμάσουν ασφαλώς εκπλήξεις ως προς τη γλαφυρότητα αλλά και την πυκνότητα αυτού του διαλόγου ούτε ως προς τις εκμαιευτικές μεθόδους του Σωκράτη. Και όπως ήταν η συνήθεια και ο τρόπος του φιλοσόφου, ο διάλογος κάθε άλλο παρά κλείνει το θέμα της γλώσσας. Πρέπει να πω ότι η μετάφραση του Γ. Κεντρωτή είναι στρωτή, αλλά δεν έκανε ο μεταφραστής καμία απόπειρα να συμπορευτεί -σε αριθμό λέξεων- με το αρχαίο κείμενο. Βρίσκω την εισαγωγή του αρκετά εμπεριστατωμένη αλλά κι εκτενή -από τις σελίδες 25 ώς 153. Εκτεταμένες είναι και οι σημειώσεις οι οποίες καλύπτουν τις σελίδες 325-450. Όμως ας μη μεμψιμοιρούμε, τέτοιες εκδοτικές προσπάθειες δεν είναι συχνό φαινόμενο στη χώρα μας.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο)
ΠΛΑΤΩΝ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Κρατύλος πλην της μεγάλης γλωσσολογικής του αξίας ανήκει και υπό φιλοσοφικήν έποψιν εις την τελευταίαν συγγραφικήν περίοδον του Πλάτωνος, διότι θέτει το ζήτημα της χειραφετήσεως της σκέψεως από τας ατελείας της γλώσσης, το οποίον αναπτύσσεται τελειότερον εις τον Θεαίτητον και τον Σοφιστήν. Επειδή όμως ο σκοπός της παρούσης βιβλιοθήκης δεν επιτρέπει να αναλύσωμεν διά μακρών το έργον, θα περιορισθώμεν να συνοψίσωμεν ενταύθα μόνον, πώς πρέπει να εννοηθή το γλωσσικόν μέρος, διότι συνήθως εις αυτό δεν αποδίδεται καμμία αξία.
Το μέρος τούτο διαιρείται εις δύο: Το προπαρασκευαστικόν (σελ. 21 [από: Εις πολλά μέρη …]— 75), [μέχρι δηλαδή περίπου της φράσεως -Πότε λοιπόν θα απέκαμνε δικαίως-] το οποίον περιέχει ετυμολογίας όχι καθώς τας εννοούμεν σήμερον, αλλά την μουσικήν ή λαϊκήν ετυμολογίαν (Wolksetymologie), και την ετυμολογίαν των ριζών (ή πρώτων ονομάτων, σελ. 75 — 85). — Ενταύθα αρχίζομεν από το δεύτερον.
1. Ο Κρατύλος θέτει καλώς το πρόβλημα της καταγωγής της γλώσσης.
Πρώτη αρχή της γλώσσης είναι οι κρότοι του στόματος και της ρινός, όχι ακόμη οι μιμητικώς και τεχνικώς διά του λάρυγγος εξερχόμενοι, αλλά αυθορμήτως και φυσικώς και επιφωνηματικώς κατά τινα ανάγκην του σώματος, ή πόνον, ή ανησυχίαν, ή πάθησιν.
Τοιούτος κρότος σαφέστατα διακρινόμενος είναι:
Ο κρότος του εμετού (εκ) ο οποίος διεσώθη καλώς εις την ελληνικήν γλώσσαν ως πρόθεσις &εκ& και είναι η αυτή λέξις με την γερμανικήν ekel = αηδία.
H ρινοφωνία της πείνης νρ (ν φωνήεν), το οποίον αρχικώς εσήμαινε πεινώ και τρώγω, και διεσώθη εις το στερητικόν &αν& και την πρόθεσιν &εν&, τα οποία είναι ακόμη όμοια εις την λατινικήν γλώσσαν (in). Παρόμοια είναι το λιχουδιστικόν &μλ μλ&, το θρηνητικόν &i&, το μασητικόν &κα-κα& (γερμ. Kauen) κτλ.
Οι κρότοι αυτοί και ολίγοι άλλοι παρόμοιοι είναι τόσον ευδιάγνωστοι, ώστε κάλλιστα έν ζώον όταν δεν βλέπη το άλλο και ακούη από το στόμα του τον κρότον &εκ&, εννοεί ότι τούτο κάμνει εμετόν. Αυτή λοιπόν η εξ αποστάσεως ειδοποιητική δύναμις των τοιούτων κρότων υπέδειξε τα πλεονεκτήματα της στοματικής συνεννοήσεως, και επίκουρος αυτής ήλθε η ανατομική εξέλιξις και τελειοποίησις των μυών του στόματος, το οποίον πλέον και άνευ της φυσικής ανάγκης ήτο εις θέσιν παιγνιωδώς πως να αποδώση εκείνους τους ήχους και κρότους με την βεβαιότητα, ότι το άλλο ζώον το οποίον ακούει, θα νομίση ότι πρόκειται περί αληθινού εμετού, ή άλλης αναλόγου φυσικής ανάγκης.
Και από του σημείου τούτου ο κρότος αυτός είναι καθαρώς γλωσσικής φύσεως, διότι δεν παράγεται αυθορμήτως εκ φυσικής ανάγκης, αλλά μιμητικώς. Ως τοιούτος γίνεται εξαίρετον όργανον της νοήσεως, διότι γυμνάζει την ψυχήν εις τας παραστάσεις άνευ των αισθήσεων και προ πάντων διότι ο κρότος, δηλαδή η λέξις τόρα πλέον, γίνεται αφορμή προς επανάληψιν και τελειοποίησιν της παραστάσεως. Διότι τόρα πλέον το εκ δεν σημαίνει μόνον κάμνω εμετόν, αλλά και το &έξω, εκτός, εξέρχομαι, έξοδος, εξωτερικώς, έξωθεν& κτλ. Δηλαδή ως ρίζα έχει μουσικόν σημαινόμενον χωρίς να ανήκη εις ωρισμένον μέρος του λόγου. Ομοίως η ρινοφωνία της πείνης γίνεται εκφραστικός ήχος του γενικωτέρου νοήματος της στερήσεως, και επί πολύν καιρόν υπάρχει ως αυθύπαρκτος λέξις αν σημαίνουσα στέρησιν, έως ότου ήλθε η εποχή της συγκολλήσεως των ήχων (συλλαβών), η οποία το κατέστησε στερητικόν α (αν), ενώ η έννοια του τρώγω διεκρίθη πλέον ως έννοια του εντός και έμεινε ως πρόθεσις εν, σημαίνουσα γενικώς &εντός, εισέρχομαι, είσοδος, ένδον& κτλ. Επίσης το θρηνητικόν i έγινε σύμβολον της θρηνώδους παρακλήσεως και απαιτήσεως και απετέλεσε μίαν προσταγήν = πήγαινε, απαράλλακτα καθώς διεσώθη εις την λατινικήν ως προστακτική του ρήματος io (i = πήγαινε), ελληνιστί ίθι. Βαθμηδόν το αυτό έλαβε και την σημασίαν του πορεύομαι, πορεία, δρόμος κτλ. Αλλά εξ άλλου έλαβε και την σημασίαν του χαρισμού και εχρησιμοποιήθη αργότερον ως επίθημα και κατάληξις της χαριστικής πτώσεως (δοτικής) και της χαριστικής εγκλίσεως, δηλ. της υποτακτικής και ευκτικής.
Ομοίως το ο (οχ) έγινε αρνητικόν ου, ουχί, το χα έγινε χάος, χαίνω, καγχάζω κτλ, το σα ανδάνω, satis, satigen, το λιχουδιστικόν μλ= μέλι, μελωδία, μέλος, μέλει (=έχει τον νουν του στο μέλι) κτλ.
Και διαρκώς πλέον η γλώσσα τροφοδοτεί την διάνοιαν και η διάνοια ωθεί την γλώσσαν προς άλλα. Το στόμα γίνεται τελειοτάτη μιμητική μηχανή. Δι' αυτό αρχίζει να μιμήται και ήχους παραγομένους εις άλλο μέρος του σώματος καθώς είναι ο κρότος της κοιλίας gut και σημαίνει κυρτός, γύρος, κύκλος, κύμα, κοίλος, έγκυος, ξυν (=έγκυος) κτλ… έπειτα το διεντέρευμα περ (πορ) πέρας, πέρα, περ, περί. Έπειτα χρησιμοποιεί το ε ως προσκλητικόν, και το προσκολλά ως κατάληξιν κλητικής πτώσεως και προστακτικής εγκλίσεως: άγγελε, άγγελε. Έκτοτε έχομεν την πρώτην πτώσιν και τοιαύτη είναι η κλητική (όχι η ονομαστική), και την πρώτην έγκλισιν και τοιαύτη είναι η προστακτική (όχι η οριστική), διότι ο ζωώδης άνθρωπος εκφράζει επιθυμίας και ανάγκας και όχι ορισμούς και κρίσεις.
Η οριστική έγκλισις παρήχθη αργότερον με μικράν διαφοράν από την προστακτικήν, σημαίνουσα προσταγήν αξιωματικήν άνευ αντιρρήσεως και καύχησιν: ου ποιήσεις = δεν θα το κάμης σου λέγω, είμ' Οδυσσεύς= το καυχώμαι.
Οι έξωθεν ήχοι εξηκολούθησαν συμπληρούντες την γλώσσαν. Ο ήχος της βροχής (σρρρ) εσχημάτισε το ρέω ρους και προ πάντων την κατάληξιν της συρροής και πλησμονής ρός. Ο ήχος της τριβής εσχημάτισε τα τρίβω, θερμαίνω, τέρπω, — τερος, τρυπώ, τρία. — τήρ, τής κτλ., ο κρότος του δεικνύοντος δακτύλου εσχημάτισε το γενικόν δεικτικόν το, το μασσητικόν κα-κα έγινε κακός, κακία κτλ., το καυστικόν δε (=τζιζ) έγινε δας, δαίω, διδάσκω, δαίμων, δη, δήλος, δέω, δεσμός, δέκα, δέχομαι κτλ.
Μίαν τοιαύτην γλωσσικήν αναδρομήν εις τα στοιχειωδέστερα διά της μουσικής αντιλήψεως των φυσικών ήχων και των φωνών των ζώων διέγνωσεν ο δαιμόνιος Πλάτων εις τον Κρατύλον του. Και αν δεν είχε τας σημερινάς ευκολίας της συγκρίσεως των γλωσσών διά να εξαντλήση όλα τα παραδείγματα, όμως ο συνθετικός του νους και εις ολίγιστα, πλην ασφαλή, στηριζόμενος έδωκε πλήρεις κανόνας της γλωσσογονίας.
2. Αι ετυμολογίαι του Κρατύλου είναι μουσικαί ετυμολογίαι.
Ο Πλάτων δεν γνωρίζει την ιστορικήν αλλά την μουσικήν ετυμολογίαν, η οποία συνήθως συμπίπτει με την ιστορικήν, πολλάκις όμως δεν συμπίπτει, και τότε παρέχει γλωσσικά φαινόμενα ανεξήγητα διά την γραμματικήν επιστήμην. Κάλλιστον παράδειγμα τούτου είναι η υπό του Πλάτωνος ετυμολογία της λέξεως αλήθεια. Η ετυμολογία αυτή προ πάντων συνετέλεσε να χάση ο Κρατύλος πάσαν υπόληψιν ως μη γνωρίζων δήθεν το στερητικόν α. Αλλά η σελίς 67 (τέλος) αποδεικνύει ότι ο Πλάτων γνωρίζει το στερητικόν α ως αυταπόδεικτον και είναι τόσον δεινός παρατηρητής της γλώσσης, ώστε αναλύει τελειότατα το δυσκολώτερον αθροιστικόν α λέγων εν σελίδι 46: καθώς εις το ακόλουθος και άκοιτις, όπου σημαίνει το ομού. Και εις την σελίδα 47: «Καθώς λοιπόν τον ομοκέλευθον και ομόκοιτιν τον ωνομάσαμεν ακόλουθον και άκοιτιν».
Και ερωτώμεν: άραγε ήτο δυσκολώτερον εις τον Πλάτωνα, ο οποίος ανεζήτει όλους τους γνωστούς τύπους των λέξεων, να εύρη εις τον δωρικόν τύπον αλάθεια την λθ ρίζαν και το α το στερητικόν (αρνητικόν), παρά το ακόλουθος να το ερμηνεύση ως ομοκέλευθος; Βεβαίως αυτό δεν είναι δυνατόν, ώστε κάτι άλλο θα συμβαίνη. Και πραγματικώς η λέξις αλήθεια μετά το αγαθόν έχει εξαιρετικήν θέσιν εις το γλωσσικόν αίσθημα του Πλάτωνος. Η αλήθεια είναι απαραιτήτως δια τον Πλάτωνα κάτι τι θείον, είναι άλη θεία= δηλαδή πτήσις θεία. Την τοιαύτην δε μουσικήν σημασίαν της λέξεως αλήθεια (λαϊκήν ετυμολογίαν) ο Πλάτων δεν την θυσίαζε απέναντι εκατομμυρίων στερητικών και αθροιστικών α.
Ευτυχώς τα φαινόμενα της μουσικής ετυμολογίας βαίνουν εκ παραλλήλου και εις την σημερινήν γλώσσαν, και είναι εύκολον να καταστήσωμεν το πράγμα αισθητόν. Καθώς η αλήθεια δια τον Πλάτωνα, ομοίως ιερά και ουράνια λέξις είναι σήμερον δι' ημάς τα χερουβείμ. Όστις ακούει προφερομένην αυτήν την λέξιν είναι αδύνατον να μην ενωτίζεται αυτό το χαίρε. Ο Πλάτων υπό τας σημερινάς συνθήκας της ορθογραφίας απλούστατα θα έγραφε το Χερουβείμ με αι (Χαιρουβείμ), καθώς οι τιμωρούμενοι μαθηταί των σχολείων. Αλλά ερωτώμεν: όσον και αν τιμωρήται ο μαθητής διά να μη γράφη εν έχειρον (το ενέχυρον), άραγε πιστεύει κανείς εκ των διδασκάλων ότι αναβιώνει την λέξιν εχυρός και καταστρέφει την κοινήν αντίληψιν (λαϊκήν ετυμολογίαν, volksetymologie) ότι το ενέχυρον είναι στο χέρι; Δι' αυτόν τον λόγον αρχαιόθεν η Ιερουσαλήμ εσχετίσθη με το ιερός και έλαβε δασείαν, ενώ δεν είχε. Διά τον ίδιον λόγον εις παλαιοτέραν εποχήν ο φιλόνεικος εγράφη με ει, διότι δεν ήτο πλέον φίλος νίκης, αλλά φίλος νείκους.
Η μουσική ετυμολογία με πάσαν θυσίαν αποφεύγει την πλησίασιν ωραίας λέξεως προς άλλην όλως κακέμφατον, ή και απλώς αντιφατικήν. Εις τοιαύτας περιστάσεις η γλώσσα προτιμά να μην εφαρμόση τους ευφωνικούς και αναλογικούς κανόνας και να αποτελέση εξαίρεσιν του κανόνος. Η εξαίρεσις όμως δεν είναι όπως την εννοεί μέχρι σήμερον η γραμματική, δηλαδή ως φαινόμενον ανεξήγητον και προσκρούον εις τον κανόνα, αλλά ως φαινόμενον υπαγόμενον εις άλλον κανόνα καλλιτεχνικώτερον. Και είναι ανάγκη να εξηγηθούν όλαι αι εξαιρέσεις και να υπαχθούν εις τους κανόνας των, δηλαδή να ευρεθή ο λόγος των, διότι άλλως η γλωσσική έρευνα δεν δύναται να ονομασθή επιστήμη.
Ημείς προσθέτοντες εις την γλωσσικήν επιστήμην πλην άλλων και τους καλλιτεχνικούς νόμους της μουσικής ετυμολογίας και της σαφηνείας εξηγούμεν τα δυσλυτώτερα γλωσσικά φαινόμενα. Το αρχαίον υύς (υιός) έπρεπε κατά τους κανόνας της συναιρέσεως να γίνη ύς δηλαδή χοίρος, αλλ' αντί τούτου εκλώτσησε τον κανόνα και εζήτησε άλλην διέξοδον, διότι ο υιός δεν γίνεται χοίρος εύκολα. Το νέος έπρεπε ομοίως να γίνη νους, αλλά νέος και νους συνήθως τουλάχιστον φαίνονται αντιφατικά και δεν πρέπει να σχετίζονται. Το βύρσα έπρεπε να γίνη βύρρα (άρσεν — άρρεν), αλλά τότε θα έχανε όλην την μουσικήν αλήθειαν (δηλαδή ετυμολογίαν). Αυτός δε ο λόγος της μουσικής αληθείας ή αντιθέτως αναρμοστίας έκαμε πλέον και τους τελευταίους σχολαστικούς να αποφεύγουν τα εκήλησε τα ώτα, διώκει την πόλιν, διότι υπενθυμίζουν τα εκύλησε και διώκει. Η αύξησις μάλιστα αυτή του εις οι ω έχει εντελώς ανάλογον παράδειγμα και εις την αρχαίαν γλώσσαν. Το ωνωμένος του 5ου αιώνος γίνεται οινωμένος εις τον Πλάτωνα (Νόμοι) και τον Αριστοτέλην. Και ενώ τα χειρόγραφα έχουν ανεξαιρέτως με οι, οι γραμματικοί διορθώνουν παντού ωνωμένος δηλ. εισάγουν τον όνον).
Πολύ περισσότεραι εξαιρέσεις της γραμματικής εξηγούνται με τον νόμον της σαφηνείας, ο οποίος είναι επίσης καλλιτεχνικός. Ο Brugmann παρατηρεί εις τα φαινόμενα της συναλοιφής (Σημ. 3) ότι είναι περίεργον, πώς η κράσις εφηρμόσθη εις τόσον ολίγα παραδείγματα (καγώ, κάτα, τούμπαλιν, τακτός κλ.) Αλλά το φαινόμενον τούτο είναι μάλλον αποτυχούσα απόπειρα, διότι άλλως θα παρεμορφούτο όλη η γλώσσα. Ο νόμος της σαφηνείας όμως βοηθούμενος εις πολλά και από την μουσικήν ετυμολογίαν επανέφερε το ακέραιον. Δι' αυτό εάν το ι της ερωτηματικής και αορίστου αντωνυμίας τι δεν εκθλίβεται, ο λόγος δεν έγκειται εις την φύσιν του φωνήεντος αυτού, καθώς προσπαθούν να εύρουν πολλοί μεταφυσικώς, αλλά διότι το τι με έκθλιψιν θα συνέπιπτε προς το τε με έκθλιψιν και η τοιαύτη συνάντησις φέρει ανεπανόρθωτον σύγχυσιν, διότι δεν βοηθεί ούτε η θέσις της λέξεως ούτε ο τονισμός. Ενώ λόγου χάριν το νά συμπίπτει μεν και αυτό φαινομενικώς, διακρίνεται όμως ευκόλως διά του τονισμού.
Η επιστήμη αντί να θαυμάζη τον Κρατύλον σήμερον, τον προπηλακίζει μη εννοούσα το βαθύ νόημα του γενάρχου αυτού της γλωσσολογίας. Λόγου χάριν ο Πλάτων παράγει το άνθρωπος από το αναθρώσκω όπα. Η γλωσσολογία αντιτείνει από το ανήρ όψ. Επίσης του Delbrück δεν του αρέσει ότι το σώμα παράγεται από το σώος σώζω, οιονεί σώσμα, αλλά το θέλει από το σκυλεύω.
Και όμως τι λέγουν τάχα καλλίτερον περί του Αγαμέμνονος (σελ. 27 — 28) ή τι θαυμασιώτερον ημπορούν να ειπούν περί του δαίμονος (σελ. 33). Η μουσική ετυμολογία του ευφροσύνη από το ευφεροσύνη (σελ. 71) όχι μόνον επικυρώνεται από τον ίδιον Πλάτωνα εις τον Σοφιστήν: παραφροσύνη = παράφορος σύνεσις (σελ. 29, ιδέ και σελ. 28 την παράθεσιν των λέξεων διαφθοράν διαφοράν, η οποία είναι ετυμολογικόν σχήμα κατά τα Ομηρικά: εις άλα άλτο και θεοί θέσαν), αλλά και από όλην την Ελληνικήν γλώσσαν, η οποία έδωσε εις την παραφοράν την σημασίαν της παραφροσύνης.
Άλλως ο Πλάτων τας περισσοτέρας ετυμολογίας τας κάμνει ως προγύμνασιν και ως παραδείγματα ευλογοφανή, εις τα οποία δεν επιμένει πάντοτε, αλλά μόνον ζητεί δι' αυτών να σχηματίση έν σύνολον κανόνων, διά να ανέλθη εις την πρώτην αρχήν της γλώσσης και ερευνήση την σχέσιν αυτής προς την διάνοιαν. Κατά τούτο δε ακριβώς αναδεικνύεται και θείος εις τον Κρατύλον.
ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑΣ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΡΑΤΥΛΟΣ
(ή περί ορθότητος των ονομασιών)
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ — ΚΡΑΤΥΛΟΣ — ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ερμογένης.
Αι λοιπόν θέλεις να συμπεριλάβωμεν εις την συζήτησιν μας και τον
Σωκράτη; Νά τος εδώ είναι.
Κρατύλος. Όπως θέλεις.
Ερμογένης. Καλέ Σωκράτη, απ' εδώ ο Κρατύλος ισχυρίζεται ότι η ορθότης της ονομασίας είναι εκ φύσεως φυτευμένη μέσα εις έκαστον ον, και δεν θα ειπή όνομα το να συμφωνήση ο ένας και ο άλλος πώς να ονομάζουν ένα πράγμα προσθέτοντες και ένα κομμάτι της φωνής των, αλλ' ότι εκ φύσεως εδόθη κάποια ορθότης των ονομασιών και εις τους Έλληνας και εις τους βαρβάρους και είναι όμοια εις όλους. Εγώ λοιπόν τον ερωτώ αν πραγματικώς ονομάζεται Κρατύλος, και αυτός το παραδέχεται. Και ο Σωκράτης, του λέγω, δεν ονομάζεται Σωκράτης; Ναι, μου λέγει. Λοιπόν και όλοι οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν όνομα εκείνο το οποίον ημείς τους ονομάζομεν; Τότε αυτός μου απαντά· Αι λοιπόν σου λέγω ότι συ δεν ονομάζεσαι Ερμογένης, έστω και αν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως σε ονομάζουν με αυτό το όνομα. Και ενώ εγώ τον ερωτώ και φαίνομαι πρόθυμος να εννοήσω τι θέλει να ειπή, αυτός, αφού δεν μου δίδει καμμίαν εξήγησιν με ακριβολογίαν, κάθεται ακόμη και με περιπαίζει και προσποιείται ότι κάτι μεγάλες ιδέες στριφογυρίζουν στο μυαλό του, ωσάν τάχα αυτός να κατέχη το μυστικόν της υποθέσεως, το οποίον αν απεφάσιζε να το εξηγήση, θα με εξηνάγκαζε και εμέ να συμφωνήσω με την γνώμην του. Δι' αυτό εγώ είμαι πρόθυμος να σε ακούσω, εάν έχης τρόπον να μαντεύσης το μυστικόν του Κρατύλου. Αλλ' ακόμη προτιμότερον δι' εμέ θα ήτο να ακούση από σε τον ίδιον ποίαν γνώμην έχεις περί της ορθότητος των ονομασιών, αν δεν σου κάμνη κόπον.
Σωκράτης.
Καλό παιδί του Ιππονίκου Ερμογένη, είναι παλαιά η παροιμία που
λέγει, ότι είναι δύσκολον να εννοήσωμεν τα καλά πώς είναι
καμωμένα. Και ορισμένως το περί των ονομασιών δεν είναι εύκολον
πράγμα. Και λοιπόν εγώ αν είχα πάρη από τον Πρόδικον τα μαθήματα
που στοιχίζουν πενήντα δραχμάς, τα οποία, καθώς το βεβαιόνει
εκείνος, όποιος τα ακούσει γίνεται εις αυτό το ζήτημα τέλειος,
τίποτε δεν θα με εμπόδιζε τόρα να γνωρίζω στην στιγμήν την
αλήθειαν περί της ορθότητος των ονομασιών. Αλλ' εγώ δεν ήκουσα
παρά τα μιας δραχμής μαθήματα, και δι' αυτό δεν γνωρίζω ποία
είναι η αλήθεια επί αυτών των ζητημάτων. Όσον όμως διά να εξετάσω
συζητητικώς είμαι έτοιμος και μαζί σου και με τον Κρατύλον. Το
ότι όμως λέγει ότι συ δεν ονομάζεσαι πραγματικώς Ερμογένης,
νομίζω ότι το λέγει κάπως διά να σε περιπαίξη. Ίσως δηλαδή
νομίζει ότι συ ενώ έχεις πόθον να αποκτήσης χρήματα δεν το
κατορθόνεις (1). Αλλ' επαναλαμβάνω και πάλιν ότι αυτά τα
πράγματα είναι δύσκολον να τα γνωρίζη κανείς, πρέπει όμως να
θέσωμεν το ζήτημα επί του τάπητος και να εξετάσωμεν αν είναι
καθώς το λέγεις συ ή καθώς το λέγει ο Κρατύλος.
Ερμογένης.
Και όμως, καλέ Σωκράτη, το κατ' εμέ, όσον και αν συνεζήτησα και
με τούτον και με άλλους πολλούς, δεν κατορθόνω να πεισθώ ότι άλλο
τι είναι η ορθότης της ονομασίας παρά συνθήκη και συμφωνία. Διότι
εγώ φρονώ ότι, αν κανείς δώση όνομα εις ένα πράγμα, το όνομα αυτό
είναι ορθόν. Και πάλιν, αν το αλλάξη και δώση άλλο, και πλέον δεν
του ονομάζη το προηγούμενον όνομα, εξ ίσου είναι ορθόν το
δεύτερον όνομα όσον το πρώτον, καθώς δα συνηθίζομεν να αλλάζωμεν
τα ονόματα εις τους υπηρέτας μας. Διότι δεν εφυτεύθη εκ φύσεως
ποτέ κανέν όνομα εις κανένα, αλλ' εδόθη κατά τα νόμιμα και έθιμα
των συνηθισμένων να μεταχειρίζωνται αυτά. Αν όμως δεν είναι καθώς
το λέγω, τότε εγώ είμαι πρόθυμος να προσέξω και να μάθω όχι μόνον
από το στόμα του Κρατύλου αλλά και από οποιονδήποτε άλλον.
Σωκράτης.
Ίσως είναι σπουδαίον αυτό που λέγεις, Ερμογένη. Λοιπόν ας
προσέξωμεν· άραγε εκείνο το οποίον ορίζει κανείς εις έκαστον
πράγμα, διά να το ονομάζη, αυτό είναι το όνομά του;
Ερμογένης.
Έτσι νομίζω.
Σωκράτης.
Αδιάφορον είτε ιδιώτης δίδει το όνομα είτε πόλις;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Πώς λοιπόν; Εάν εγώ ονομάσω έν οποιονδήποτε πράγμα, λόγου χάριν
αυτό το οποίον τόρα το ονομάζομεν άνθρωπον, εάν αυτό εγώ το
ονομάσω ίππον, εκείνο δε το οποίον λέγομεν ίππον εγώ το ονομάσω
άνθρωπον, αυτό το πράγμα θα ονομάζεται εις το κοινόν μεν
άνθρωπος, ιδιαιτέρως όμως ίππος, και αντιστρόφως το άλλο θα
ονομάζεται ιδιαιτέρως μεν άνθρωπος, εις το κοινόν δε ίππος; Αυτό
εννοείς;
Ερμογένης.
Μάλιστα, αυτό.
Σωκράτης.
Έλα λοιπόν απάντησέ μου εις τούτο. Μεταχειρίζεσαι κάποτε την
φράσιν· αλήθεια λέγεις, ψέμματα λέγεις;
Ερμογένης.
Βέβαια.
Σωκράτης.
Λοιπόν δεν υπάρχει λόγος αληθής και λόγος ψευδής;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Άραγε δεν είναι αληθής εκείνος ο οποίος λέγει τα υπάρχοντα ότι
υπάρχουν, ψευδής δε εκείνος ο οποίος λέγει ότι δεν υπάρχουν;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Είναι λοιπόν δυνατόν να λέγωμεν με τον λόγον τα υπάρχοντα και τα
μη υπάρχοντα; (2)
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Πώς δε είναι αληθής ο λόγος, μόνον εις το όλον του, εις τα μέρη
του όμως ψευδής;
Ερμογένης.
Όχι, αλλά και εις τα μέρη του.
Σωκράτης.
Πώς εννοείς, τα μεγάλα μέρη του μόνον είναι αληθή, όχι όμως και
τα μικρά, ή όλα;
Ερμογένης.
Όλα κατά την γνώμην μου.
Σωκράτης.
Έχεις λοιπόν να μου αναφέρης άλλο μέρος του λόγου μικρότερον από
το όνομα;
Ερμογένης.
Όχι, αυτό είναι το μικρότερον.
Σωκράτης.
Επομένως και το όνομα του αληθούς λόγου λέγεται ή όχι;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Και είναι αληθές, καθώς παρεδέχθης.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Αλλά πάλιν του ψευδούς λόγου το μέρος δεν είναι ψέμμα;
Ερμογένης.
Το παραδέχομαι.
Σωκράτης.
Επομένως δεν είναι δυνατόν να λέγωμεν άλλοτε όνομα ψευδές και
άλλοτε αληθές, αφού και λόγον ολόκληρον λέγομεν;
Ερμογένης.
Και πώς όχι;
Σωκράτης.
Επιμένεις λοιπόν ότι οποιονδήποτε όνομα δώση έκαστος εις ένα
πράγμα αυτό είναι το όνομά του;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Άρα γε και όσα ονόματα δώση κανείς εις έκαστον πράγμα, τόσα
ονόματα θα έχει αυτό και τότε ακριβώς όταν τα λέγη;
Ερμογένης.
Ναι, διότι εγώ, Σωκράτη μου, δεν γνωρίζω άλλην ορθότητα ενός
ονόματος από αυτήν, ότι με άλλο όνομα ονομάζω εγώ έκαστον πράγμα,
δηλαδή εκείνο πού του έδωκα εγώ ο ίδιος, και με άλλο συ, δηλαδή
εκείνο που του έδωκες εσύ. Ομοίως δε βλέπω και εις τας διαφόρους
πόλεις ότι τα ίδια πράγματα έχουν ιδιωτικώς διάφορα ονόματα, είτε
εις τους άλλους Έλληνας διά τους Έλληνας, είτε εις τους βαρβάρους
διά τους Έλληνας.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ειπέ μας, καλέ Ερμογένη, μήπως άρα γε σου φαίνεται
ότι και τα πράγματα έχουν το αυτό φυσικόν, ότι δηλαδή δι' ένα
έκαστον έχουν ιδιαιτέραν ουσίαν, καθώς το έλεγε ο Πρωταγόρας,
διισχυριζόμενος ότι όλων των πραγμάτων ο πήχυς που τα μετρά είναι
ο άνθρωπος, και ότι τάχα, οποίου είδους φαίνονται εις εμέ τα
πράγματα, τοιαύτα είναι δι' εμέ, οποίου είδους δε εις εσέ,
τοιαύτα είναι διά σε, ή σου φαίνεται ότι ανεξαρτήτως από ημάς
αυτά έχουν μίαν φύσιν μόνιμον;
Ερμογένης.
Μίαν φοράν και εγώ, καλέ Σωκράτη, ευρισκόμενος εις αυτήν την
απορίαν, επροχώρησα εις την γνώμην του Πρωταγόρα, νομίζω όμως ότι
δεν είναι τόσον ορθή.
Σωκράτης.
Δεν μου λέγεις, επροχώρησες ποτέ σου εις το σημείον, ώστε να μην
πιστεύης τόσον πολύ ότι υπάρχει μοχθηρός άνθρωπος;
Ερμογένης.
Όχι μα τον Δία, απ' εναντίας μάλιστα το αντίθετον έπαθα πολλές
φορές, ώστε να φρονώ ότι μερικοί άνθρωποι είναι πολύ μοχθηροί,
και αυτοί είναι πάρα πολλοί.
Σωκράτης.
Δεν μου λέγεις, πολύ αγαθοί δεν επίστευσες έως τόρα ότι υπάρχουν;
Ερμογένης.
Υπάρχουν αλλά πολύ ολίγοι.
Σωκράτης.
Οπωσδήποτε όμως φρονείς ότι υπάρχουν;
Ερμογένης.
Μάλιστα, φρονώ.
Σωκράτης.
Πώς το εννοείς αυτό λοιπόν; μήπως εννοείς ότι οι μεν πολύ αγαθοί
είναι πολύ φρόνιμοι, οι δε πολύ μοχθηροί είναι πολύ ανόητοι;
Ερμογένης.
Ναι, αυτήν την γνώμην έχω.
Σωκράτης.
Λοιπόν, εάν ο Πρωταγόρας έλεγε την αλήθειαν και αν αυτή είναι η
αλήθεια, ότι καθώς φαίνονται εις έκαστον τα πράγματα τοιαύτα
είναι και πραγματικώς, τότε είναι δυνατόν ποτε, άλλοι από ημάς να
είναι φρόνιμοι και άλλοι ανόητοι;
Ερμογένης.
Βέβαια όχι.
Σωκράτης.
Και νομίζω ότι συ αυτό το εννοείς πολύ καλά, ότι δηλαδή, αφού
υπάρχει φρόνησις και αφροσύνη, δεν είναι διόλου δυνατόν να λέγη
την αλήθειαν ο Πρωταγόρας. Διότι τότε εις τίποτε δεν θα ήτο
φρονιμώτερος ο ένας από τον άλλον, εάν, όσα φαίνονται, εις
έκαστον, αυτά είναι τα αληθινά δι' ένα έκαστον.
Ερμογένης.
Έτσι είναι.
Σωκράτης.
Εξ άλλου όμως νομίζω ότι συ δεν παραδέχεσαι ούτε καθώς λέγει ο
Ευθύδημος, ότι όλα τα πράγματα είναι εις όλους όμοια συγχρόνως
και πάντοτε. Διότι και με αυτήν την θεωρίαν δεν είναι δυνατόν
άλλοι να είναι αγαθοί και άλλοι μοχθηροί, αφού εξ ίσου εις όλους
και πάντοτε θα υπήρχεν αρετή και κακία.
Ερμογένης.
Ορθότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν, αφού δεν είναι εις όλους όλα όμοια συγχρόνως και πάντοτε,
ούτε ιδιαιτέρως έκαστον πράγμα δι' ένα έκαστον, έπεται σαφώς ότι
αυτά καθ' εαυτά τα πράγματα έχουν μίαν μόνιμον φύσιν, και όχι ως
προς ημάς ουδέ εκ μέρους μας, συρόμενα άνω και κάτω από τον
ιδικόν μας τρόπον του σκέπτεσθαι, αλλά καθ' εαυτά συμφώνως προς
την φύσιν των καθώς επλάσθησαν.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, Σωκράτη μου, ότι έχεις δίκαιον.
Σωκράτης.
Ποίαν γνώμην λοιπόν έχεις ότι επλάσθησαν μεν ούτω πως τα
πράγματα, αι πράξεις των όμως δεν επλάσθησαν κατά τον ίδιον
τρόπον; ή τάχα και αυταί δεν είναι ένα είδος των πραγμάτων, αι
πράξεις, δηλαδή;
Ερμογένης.
Μάλιστα, είναι και αυταί.
Σωκράτης.
Ώστε κατά την ιδικήν των φύσιν εκτελούνται και αι πράξεις και όχι
κατά την φαντασίαν μας. Παραδείγματος χάριν, εάν ημείς
δοκιμάσωμεν να κόψωμεν ένα πράγμα, πώς οφείλομεν να το κόψωμεν,
άραγε όπως και αν θέλωμεν και με ό,τι μέσον θέλομεν, ή εάν μεν
θελήσωμεν να κόψωμεν το καθέν καθώς επλάσθη, να κόπτη και να
κόπτεται και με ό,τι μέσον επλάσθη να κόπτεται, τότε θα
επιτύχωμεν να το κόψωμεν και θα έχωμεν ένα κέρδος και ορθώς θα
εκτελέσωμεν αυτήν την πράξιν, εάν όμως δοκιμάσωμεν παρά την
φύσιν, θα αποτύχωμεν και δεν θα κερδίσωμεν τίποτε;
Ερμογένης.
Αυτή είναι η γνώμη μου.
Σωκράτης.
Λοιπόν, και αν δοκιμάσωμεν να καύσωμεν ένα πράγμα, δεν είναι
ορθόν να μη το καύσωμεν με οποιανδήποτε μέθοδον, αλλά με την
ορθήν; Και αυτή δεν είναι εκείνη κατά την οποίαν επλάσθη έκαστον
πράγμα να καίεται και να καίη και με ό,τι μέσον επλάσθη να
καίεται;
Ερμογένης.
Έτσι είναι.
Σωκράτης.
Λοιπόν και τα άλλα δεν είναι το ίδιον;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Αι λοιπόν μήπως και το να ομιλούμεν δεν είναι μία από όλας τας
πράξεις;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Πώς λοιπόν; εάν κανείς ομιλή όπως νομίζει ότι πρέπει να ομιλή, θα
ομιλήση ορθώς, ή εάν μεν ομιλή καθώς επλάσθησαν τα πράγματα να
τα λέγωμεν και να λέγωνται και με ό,τι μέσον επλάσθησαν να
λέγωνται, θα ομιλήση αποτελεσματικώς, ει δε μη, θα αποτύχη και
δεν θα κάμη τίποτε;
Ερμογένης.
Νομίζω ότι είναι καθώς το λέγεις.
Σωκράτης.
Λοιπόν δεν είναι ένα μέρος της ομιλίας και το να λέγωμεν το όνομα
ενός πράγματος; διότι επάνω κάτω με τα ονόματα γίνεται η ομιλία.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και πάλιν δεν είναι πράξις και το να λέγωμεν ένα όνομα, αφού και
η ομιλία είναι πράξις αναφερομένη εις τα πράγματα;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Αι δε πράξεις πάλιν δεν είπαμεν ότι δεν είναι όπως τας θέλομεν
ημείς, αλλ' έχουν κάποιαν ιδικήν των φύσιν;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν είναι ορθόν και να ονομάζωμεν τα πράγματα καθώς
επλάσθησαν να ονομάζωνται και με το εκ φύσεως ορθόν μέσον, όχι
όμως καθώς θελήσωμεν ημείς, εάν πρόκειται να συμφωνούμεν με τα
προηγούμενα; Και κατ' αυτόν μεν τον τρόπον είναι δυνατόν να τα
ονομάσωμεν επιτυχώς, αλλέως όμως όχι;
Ερμογένης.
Έτσι μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν, το πράγμα που επρόκειτο να το κόψωμεν,
παραδεχόμεθα ότι θα το κόψωμεν με έν όργανον;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και εκείνο, που επρόκειτο να το υφάνωμεν, έπρεπε με έν όργανον να
το υφάνωμεν, και εκείνο που επρόκειτο να τρυπήσωμεν, έπρεπε με έν
όργανον να το τρυπήσωμεν;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν, και εκείνο που επρόκειτο να το ονομάσωμεν, έπρεπε να
το ονομάσωμεν με έν όργανον;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Αλλά ποίον ήτο εκείνο το όργανον με το οποίον έπρεπε να
τρυπήσωμεν;
Ερμογένης.
Τρύπανον.
Σωκράτης.
Και ποίον εκείνο με το οποίον έπρεπε να υφάνωμεν;
Ερμογένης.
Η σαΐτα.
Σωκράτης.
Και ποίον εκείνο με το οποίον έπρεπε να ονομάσωμεν;
Ερμογένης.
Όνομα.
Σωκράτης.
Καλά το λέγεις. Ώστε ένα όργανον είναι και το όνομα.
Ερμογένης.
Ορθότατα.
Σωκράτης.
Εάν λοιπόν εγώ ερωτήσω, τι είδους όργανον είναι η σαΐτα, δεν θα
μου απαντήσης ότι είναι εκείνο με το οποίον υφαίνομεν;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και όταν υφαίνωμεν τι κάμνομεν; δεν διαχωρίζομεν το στημόνι και
το υφάδι τα οποία είναι ανακατευμένα;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν το ίδιον δεν έχεις να ειπής και διά το τρύπανον και διά τα
άλλα;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Ημπορείς λοιπόν να ειπής το ίδιον και διά το όνομα; δηλαδή τι
κάμνομεν με το όνομα, αφού είναι ένα όργανον;
Ερμογένης.
Δεν ημπορώ να το ειπώ.
Σωκράτης.
Δεν μου λέγεις, παραδέχεσαι ότι κάτι διδάσκομεν ο είς τον άλλον
και διασαφηνίζομεν τα πράγματα πώς είναι πλασμένα;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Επομένως το όνομα δεν είναι όργανον διδακτικόν και διασαφητικόν
της φύσεως των πραγμάτων, καθώς η σαΐτα είναι διαχωριστικόν του
υφάσματος;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Δεν είναι υφαντικόν όργανον η σαΐτα;
Ερμογένης.
Και πώς δεν είναι;
Σωκράτης.
Επομένως ο μεν υφαντικός θα χρησιμοποιήση καλά την σαΐταν, καλά
δε θα ειπή με τον υφαντικόν τρόπον, ο δε διδακτικός θα
μεταχειρισθή καλά το όνομα, καλά δε θα ειπή, με τρόπον
διδακτικόν.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και τίνος έργον χρησιμοποιεί καλά ο υφαντής, όταν μεταχειρίζεται
καλά την σαΐταν;
Ερμογένης.
Το έργον του ξυλουργού.
Σωκράτης.
Αλλ' έκαστος είναι ξυλουργός, ή εκείνος που κατέχει την τέχνην;
Ερμογένης.
Εκείνος που κατέχει την τέχνην.
Σωκράτης.
Και πάλιν τίνος έργον χρησιμοποιεί ο τρυπητής καλά, όταν
μεταχειρίζεται το τρύπανον;
Ερμογένης.
Το έργον του σιδηρουργού.
Σωκράτης.
Αλλ' άρα γε έκαστος είναι σιδηρουργός, ή εκείνος που κατέχει την
τέχνην;
Ερμογένης.
Εκείνος που κατέχει την τέχνην.
Σωκράτης.
Έχει καλώς. Τίνος πάλιν το έργον θα χρησιμοποιήση ο διδακτικός
όταν μεταχειρίζεται το όνομα;
Ερμογένης.
Ούτε αυτό δεν το γνωρίζω.
Σωκράτης.
Ουδέ τούτο τουλάχιστον δεν ημπορείς να ειπής, ποίος μας δίδει τα
ονόματα, τα οποία μεταχειριζόμεθα;
Ερμογένης.
Όχι βέβαια.
Σωκράτης.
Δεν φρονείς άρα γε ότι ο νόμος είναι εκείνος που μας τα δίδει;
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν του νομοθέτου το έργον χρησιμοποιεί ο διδακτικός όταν
μεταχειρίζεται το όνομα.
Ερμογένης.
Αυτό φρονώ.
Σωκράτης.
Νομοθέτης δε σου φαίνεται ότι είναι πας άνθρωπος, ή εκείνος που
κατέχει την τέχνην;
Ερμογένης.
Εκείνος που κατέχει την τέχνην.
Σωκράτης.
Επομένως δεν είναι δουλειά του καθενός, Ερμογένη μου, να θέση
όνομα, αλλά κανενός ονοματουργού. Αυτός δε, καθώς φαίνεται, είναι
ο νομοθέτης, ο οποίος ωρισμένως είναι από όλους τους τεχνίτας ο
σπανιώτερος εις τον κόσμον.
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται.
Σωκράτης.
Έλα τόρα λοιπόν σκέψου, πού αποβλέπει ο νομοθέτης όταν θέτη το
όνομα. Κάμε δε αναδρομικήν σκέψιν εις τα προηγούμενα. Εις τι
αποβλέπει ο τεχνίτης όταν κατασκευάζη την σαΐταν; Μήπως δεν
αποβλέπει προς έν πράγμα με τοιούτον σχήμα, ώστε να είναι
πλασμένον διά να υφαίνη;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Και λοιπόν αν σπάση εις τα χέρια του η σαΐτα την ώρα που την
κατασκευάζει, άρα γε όταν θα κάμη άλλην θα αποβλέπη προς την
σπασμένην, ή προς εκείνην την μορφήν της σαΐτας σύμφωνα με την
οποίαν κατεσκεύαζε και εκείνην που έσπασεν;
Ερμογένης.
Προς εκείνην την μορφήν, νομίζω εγώ.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν είναι το δικαιότερον από όλα, εκείνην να
ονομάσωμεν καθ' εαυτό σαΐταν;
Ερμογένης.
Αυτήν την γνώμην έχω.
Σωκράτης.
Δεν πρέπει λοιπόν, όταν πρόκειται να κατασκευάσωμεν σαΐτα διά
λεπτόν φόρεμα, ή χονδρόν, ή λινόν, ή μάλλινον ή οποιονδήποτε
άλλο, όλαι μεν αι σαΐται να έχουν την μορφήν της σαΐτας,
οποιαδήποτε όμως είναι φύσει η καλλιτέρα διά το καθέν, αυτής το
σχήμα να αποδώσωμεν εις έκαστον τοιούτον εργαλείον;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν και διά τα άλλα όργανα ο ίδιος δεν είναι ο τρόπος της
κατασκευής; Δηλαδή πρέπει να εύρη τις ποίον είναι το εκ φύσεως
πλασμένον όργανον διά το καθέν και να το αποτυπώση εις εκείνην
την ύλην από την οποίαν κατασκευάζει αυτό το έργον, όχι όπως του
κατέβη αλλ' όπως το απαιτεί η φύσις του πράγματος. Παραδείγματος
χάριν πρέπει, καθώς είπαμεν, να γνωρίζη να αποτυπώνη εις τον
σίδηρον εκείνο το τρύπανον το οποίον είναι εκ φύσεως κατάλληλον
δι' έκαστον πράγμα.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Και την εκ φύσεως κατάλληλον δι' έκαστον πράγμα σαΐταν να την
αποτυπόνη εις το ξύλον.
Ερμογένης.
Αυτό είναι.
Σωκράτης.
Διότι δι' έκαστον είδος υφάσματος, καθώς είπαμεν, είναι εκ φύσεως
κατάλληλος και μία σαΐτα και τάλλα εργαλεία κατά τον ίδιον
τρόπον.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Αι λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, και το εκ φύσεως κατάλληλον όνομα
δι' έκαστον πράγμα ο νομοθέτης εκείνος πρέπει να γνωρίζη να το
αποτυπώση εις τους φθόγγους και τας συλλαβάς, και αποβλέπων προς
εκείνο το καθ' εαυτό όνομα να κατασκευάζη και να αποτυπόνη όλα τα
ονόματα, εάν θέλη να είναι έγκυρος ονοματοθέτης; Εάν δε πας
νομοθέτης δεν αποτυπόνη εις τας ιδίας συλλαβάς, τούτο δεν πρέπει
να επηρεάση την γνώμην μας. Διότι ούτε πας σιδηρουργός εις τον
ίδιον χαλκόν αποτυπόνει, όταν προς τον ίδιον σκοπόν κατασκευάζη
το ίδιον όργανον, είτε εδώ εργάζεται είτε εις τους βαρβάρους. Δεν
είναι έτσι;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν δεν θα κρίνης το ίδιον και διά τον νομοθέτην, είτε είναι
εδώ είτε εις τους βαρβάρους, ότι δηλαδή, εν όσω αποδίδει την
μορφήν του ονόματος η οποία αρμόζει εις έκαστον πράγμα δι'
οποιωνδήποτε συλλαβών, δεν είναι διόλου κατώτερος νομοθέτης αυτός
εδώ παρά ο άλλος που είναι οπουδήποτε αλλού;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Ποίος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος θα κρίνη αν απετυπώθη η
αρμόζουσα μορφή της σαΐτας εις οποιονδήποτε ξύλον; εκείνος που
την κατεσκεύασε, δηλαδή ο ξυλουργός, ή εκείνος που θα την
χρησιμοποιήση, δηλαδή ο υφαντής;
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι μάλλον θα κρίνη εκείνος που θα
την χρησιμοποιήση.
Σωκράτης.
Αλλά ποίος είναι εκείνος που θα χρησιμοποιήση το έργον του
κιθαροποιού; Τάχα δεν είναι εκείνος, ο οποίος γνωρίζει κάλλιστα
να επιστατήση όταν κατασκευάζεται το όργανον και αφού
κατασκευασθή ημπορεί να κρίνη αν κατεσκευάσθη καλά ή όχι;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Ποίος;
Ερμογένης.
Ο κιθαριστής.
Σωκράτης.
Και ποιος θα κρίνη το έργον του ναυπηγού;
Ερμογένης.
Ο πλοίαρχος.
Σωκράτης.
Και ποίος είναι εκείνος που θα επιστατήση καλλίτερα εις το έργον
του νομοθέτου και αφού κατασκευασθή θα το κρίνη είτε εδώ είτε εις
τους βαρβάρους; άραγε όχι εκείνος που θα το χρησιμοποιήση;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Αλλ' άραγε αυτός δεν είναι εκείνος που γνωρίζει να ερωτά;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Και να αποκρίνεται επίσης ο ίδιος;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και έναν άνθρωπον, που γνωρίζει να ερωτά και να αποκρίνεται,
άλλως πώς τον ονομάζεις συ παρά διαλεκτικόν;
Ερμογένης.
Όχι, αλλά διαλεκτικόν.
Σωκράτης.
Επομένως του μεν ξυλουργού έργον είναι να κατασκευάση
πηδάλιον υπό την επίβλεψιν του πλοιάρχου, εάν πρόκειται να είναι
καλόν το πηδάλιον.
Ερμογένης.
Φαίνεται.
Σωκράτης.
Του δε νομοθέτου έργον είναι, καθώς φαίνεται, να κατασκευαστή
όνομα, υπό την επίβλεψιν ενός διαλεκτικού, εάν έχει σκοπόν να
θεσπίση καλώς τα ονόματα.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν επάνω κάτω, καλέ Ερμογένη, δεν είναι μικρόν πράγμα,
καθώς συ νομίζεις, η ονοματοθεσία, ούτε έργον ασημάντων ανθρώπων
ούτε του καθενός. Επομένως ο Κρατύλος λέγει σωστά, ότι δηλαδή
είναι εκ φύσεως πλασμένα τα ονόματα εις τα πράγματα, και δεν
είναι ο καθείς εφευρέτης ονομάτων, αλλά μόνον εκείνος, ο οποίος
αποβλέπει εις το όνομα που είναι εκ φύσεως δοσμένον εις έκαστον
πράγμα και ο οποίος είναι ικανός να αποτυπώση την μορφήν αυτού
εις τα γράμματα και τας συλλαβάς.
Ερμογένης.
Εγώ, καλέ Σωκράτη, δεν γνωρίζω πώς πρέπει να αντικρούσω αυτά τα
οποία λέγεις. Ίσως όμως δεν είναι εύκολον να πεισθώ τόσον
αποτόμως, αλλά φρονώ ότι μάλλον θα πεισθώ εις σε, αν μου δείξης
ποία είναι αυτή η εκ φύσεως ορθότης των ονομάτων, την οποίαν
λέγεις.
Σωκράτης.
Εγώ μεν, ω αξιομακάριστε Ερμογένη, δεν λέγω καμμίαν, και
ελησμόνησες χωρίς άλλο εκείνα που έλεγα ολίγον προηγουμένως, ότι
δηλαδή δεν γνωρίζω, αλλά δέχομαι να εξετάσω μαζί σου. Τόρα όμως
εκεί που το εξετάζαμεν μαζί εγώ και συ, τόσον μόνον παρεδέχθημεν
έξω από τα προηγούμενα, ότι το όνομα έχει κάποιαν ορθότητα εκ
φύσεως και ότι δεν είναι δουλειά του καθενός να γνωρίζη να θέτη
όνομα καλώς εις οποιονδήποτε πράγμα. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν την συνέχειαν αυτού πρέπει να εξετάσωμεν, εάν βεβαίως
επιθυμής να γνωρίζης, δηλαδή ποία πάλιν είναι αυτή η ορθότης.
Ερμογένης.
Και βέβαια επιθυμώ να γνωρίζω.
Σωκράτης.
Λοιπόν σκέψου.
Ερμογένης.
Αλλά πώς θέλεις να σκεφθώ;
Σωκράτης.
Ο καλλίτερος τρόπος της σκέψεως, φίλε μου, είναι μαζί με τους
ειδήμονας, αφού πληρώσης εις αυτούς χρήματα και καταθέσης και
φόρον ευγνωμοσύνης. Αυτοί δε είναι οι σοφισταί, εις τους οποίους
ακόμη, αφού και ο αδελφός σου Καλλίας επλήρωσε πολλά χρήματα,
τόρα φαίνεται σοφός. Επειδή όμως δεν κατέχεις τα πατρικά σου,
πρέπει να θερμοπαρακαλέσης τον αδελφόν σου και να ζητήσης από
αυτόν να σε διδάξη την ορθότητα περί αυτών των πραγμάτων, την
οποίαν έμαθε από τον Πρωταγόραν.
Ερμογένης.
Αλλ' όμως θα ήτο ασυλλόγιστος η παράκλησίς μου, καλέ Σωκράτη, εάν
την μεν αλήθειαν που διδάσκει ο Πρωταγόρας εντελώς την απορρίπτω,
όσα όμως ελέχθησαν επί τη βάσει αυτής της αληθείας τα ασπάζωμαι,
ωσάν να έχουν καμμίαν αξίαν.
Σωκράτης.
Αλλ' εάν δεν σου αρέσουν ούτε αυτά, τότε πρέπει να τα μάθης από
τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς.
Ερμογένης.
Και τι λέγει, Σωκράτη μου, ο Όμηρος περί των ονομάτων και εις
ποίον μέρος;
Σωκράτης.
Εις πολλά μέρη, περισσότερον όμως και καλλίτερα εκεί όπου
διακρίνει διά τα ίδια πράγματα, οποία ονόματα δίδουν οι θεοί και
οποία οι άνθρωποι. Ή δεν φρονείς ότι αυτός λέγει κάτι σπουδαίον
και αξιοθαύμαστον εις αυτά τα μέρη ως προς την ορθότητα των
ονομάτων; Διότι είναι ολοφάνερον ότι οι θεοί χωρίς άλλο αποδίδουν
εις αυτά με ορθότητα εκείνα τα ονόματα τα οποία είναι πλασμένα εκ
φύσεως. Ή μήπως συ δεν το παραδέχεσαι;
Ερμογένης.
Εγώ είμαι βέβαιος ότι, αν δίδουν ονόματα οι θεοί, τα δίδουν
ορθώς. Αλλά ποία είναι αυτά που λέγεις;
Σωκράτης.
Δεν γνωρίζεις ότι περί του ποταμού της Τροίας, ο οποίος
εμονομάχει με τον Ήφαιστον, λέγει ότι οι μεν θεοί τον ονομάζουν
Ξάνθον, οι δε άνδρες Σκάμανδρον;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τι φρονείς λοιπόν; δεν νομίζεις ότι είναι ωραίον πράγμα να
γνωρίζης, διατί άραγε είναι ορθόν να ονομάζωμεν εκείνον τον
ποταμόν μάλλον Ξάνθον παρά Σκάμανδρον; Ή, αν θέλης περί του
πτηνού, το οποίον λέγει ότι: &χαλκίδα& το ονομάζουν οι θεοί, οι
δε άνθρωποι &κύμινδιν&, δεν είναι σπουδαίον αυτό το μάθημα, όσον
είναι ορθότερον αυτό το ίδιον πτηνόν να λέγεται χαλκίς παρά
κύμινδις; Ή η Βατίεια και Μυρρίνη και πολλά άλλα του ιδίου
ποιητού και άλλων; αλλά ίσως αυτά να είναι ανώτερα των δυνάμεων
μας διά να τα εννοήσωμεν. Ο Σκαμάνδριος όμως και ο Αστυάναξ είναι
ανθρωποειδέστερα διά να τα εξετάσωμεν κατά την γνώμην μου, και
ευκολώτερον να εύρωμεν δι' αυτά τα οποία λέγει ότι είναι ονόματα
του υιού του Έκτορος, ποία άραγε εννοεί ότι είναι η ορθότης
αυτών; Βεβαίως θα γνωρίζης τους στίχους, εις τους οποίους
υπάρχουν αυτά τα οποία λέγω.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Πώς λοιπόν; νομίζεις ότι ο Όμηρος φρονεί ότι ορθότερον είναι
βαλμένον εις το παιδί το όνομα Αστυάναξ παρά το όνομα
Σκαμάνδριος;
Ερμογένης.
Δεν ημπορώ να σου ειπώ.
Σωκράτης.
Τότε κάμε την εξής σκέψιν· εάν σε ερωτήση κανείς, ποίαν γνώμην
έχεις άραγε ότι οι φρονιμώτεροι δίδουν ορθότερον τα ονόματα ή οι
ανοητότεροι.
Ερμογένης.
Είναι φανερόν, θα έλεγα, ότι οι φρονιμώτεροι δίδουν ορθότερον τα
ονόματα.
Σωκράτης.
Και τι νομίζεις; αι γυναίκες των διαφόρων λαών είναι
φρονιμώτεραι, εάν λάβωμεν τον μέσον όρον του φύλου των, ή οι
άνδρες;
Ερμογένης.
Οι άνδρες.
Σωκράτης.
Δεν γνωρίζεις λοιπόν ότι ο Όμηρος λέγει ότι το μικρό παιδί του
Έκτορος υπό των Τρώων ονομάζεται Αστυάναξ, εξ ου έπεται ότι
Σκαμάνδριος ωνομάζετο υπό των γυναικών, αφού βέβαια οι άνδρες το
ωνόμαζον Αστυάνακτα; (3)
Ερμογένης.
Βέβαια έτσι θα είναι.
Σωκράτης.
Αι λοιπόν και ο Όμηρος δεν ενόμιζε τους Τρώας σοφωτέρους από τας
γυναίκας των;
Ερμογένης.
Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Σωκράτης.
Επομένως το όνομα Αστυάναξ ενόμιζε ότι είναι δοσμένον ορθότερον
εις το παιδάκι αυτό παρά το όνομα Σκαμάνδριος;
Ερμογένης.
Αυτό φρονώ.
Σωκράτης.
Ας εξετάσωμεν λοιπόν διά ποίον λόγον άραγε. Ή μήπως αυτός ο ίδιος
κάλλιστα υποδεικνύει το διατί; διότι λέγει: Επειδή μόνος του
έσωζε την πόλιν και τα υψηλά τείχη. Δι' αυτό λοιπόν, καθώς
φαίνεται, είναι ορθόν τον υιόν του σωτήρος των να ονομάζουν
&Αστυάνακτα& εκείνης της πόλεως, την οποίαν έσωζε ο πατήρ του,
καθώς λέγει ο Όμηρος.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Τόρα όμως τι φρονείς διά το σπουδαιότερον; διότι ούτε εγώ ο ίδιος
ακόμη δεν ημπορώ να το εννοήσω, Ερμογένη μου. Αλλά μήπως συ το
εννοείς;
Ερμογένης.
Όχι, μα τον Δία.
Σωκράτης.
Αλλ' άραγε, αγαπητέ μου, μήπως και εις τον Έκτορα ο ίδιος ο
Όμηρος έδωκε το όνομα;
Ερμογένης.
Πώς αυτή η ερώτησις;
Σωκράτης.
Διότι και τούτο μου φαίνεται ότι είναι απαράλλακτον με το όνομα
Αστυάναξ, και αυτά τα ονόματα φαίνονται ωσάν Ελληνικά. Διότι ο
άναξ και ο Έκτωρ σχεδόν την ιδίαν σημασίαν έχουν, δηλαδή όταν
κανείς είναι άναξ ως προς ένα πράγμα, είναι βεβαίως συγχρόνως και
έκτωρ του ιδίου πράγματος, διότι είναι φανερόν ότι είναι κύριος
αυτού και κατέχει και έχει αυτό. Ή μήπως σου φαίνομαι ότι δεν
λέγω σπουδαία πράγματα, αλλά απατώ τον εαυτόν μου με την ιδέαν
ότι σχεδόν εγγίζω τα ίχνη της γνώμης του Ομήρου ως προς την
ορθότητα των ονομασιών;
Ερμογένης.
Όχι μα τον Δία, καθώς εγώ φρονώ, αλλ' ίσως εγγίζεις κάτι τι.
Σωκράτης.
Και ομολογουμένως είναι δίκαιον, καθώς μου φαίνεται, τον απόγονον
του λέοντος να ονομάζωμεν λέοντα και τον απόγονον του ίππου
ίππον. Δεν εννοώ αν τυχόν γεννηθή ως τέρας από τον ίππον διάφορον
τι και όχι ίππος, αλλά αν είναι απόγονος της ιδίας γενεάς κατά
την φύσιν, αυτό εννοώ. Δηλαδή εάν είς ίππος γεννήση απόγονον βοός
κατά την φύσιν, αυτό δεν πρέπει να το ονομάσωμεν πώλον αλλά
μόσχον, και πάλιν αν από άνθρωπον, νομίζω, δεν γεννηθή απόγονος
ανθρώπου, δεν πρέπει το γεννηθέν να ονομασθή άνθρωπος, ομοίως δε
και διά τα δένδρα και όλα τα άλλα πράγματα. Δεν συμφωνείς;
Ερμογένης.
Συμφωνώ.
Σωκράτης.
Καλά το είπες. Και πρόσεχε μήπως σε απατήσω. Διότι συμφώνως προς
αυτόν τον λόγον, αν από ένα βασιλέα γεννηθή κανείς απόγονος,
πρέπει να ονομασθή βασιλεύς. Τόρα όμως αν κανείς με άλλας και
άλλας συλλαβάς λέγη το ίδιον πράγμα, δεν έχει σημασίαν, ούτε εάν
προσετέθη κανέν γράμμα ούτε εάν αφηρέθη, πάλιν δεν έχει καμμίαν
σημασίαν, εφ' όσον συγκρατείται η ουσία αυτού του πράγματος και
εκφράζεται διά του ονόματος.
Ερμογένης.
Τι εννοείς με τούτο;
Σωκράτης.
Όχι τίποτε στρυφνόν, αλλά καθώς διά τα στοιχεία του αλφαβήτου
γνωρίζεις ότι λέγομεν ονόματα, και όχι μόνα τα στοιχεία πλην
τεσσάρων, δηλαδή του ε, του υ, του ο και του ω (4). Δι' όλα όμως
τα άλλα φωνήεντα και σύμφωνα γνωρίζεις ότι τα προφέρομεν
προσθέτοντες και άλλα γράμματα, και τα καθιστώμεν ονόματα. Και
όμως εφ' όσον ενυπάρχει σαφώς η δύναμις αυτού, είναι ορθόν να του
αποδίδωμεν εκείνο το όνομα το οποίον θα μας δείξη αυτό το πράγμα.
Παραδείγματος χάριν το β βλέπεις ότι ενώ προσετέθη το η και το τ
και το α δεν το έβλαψε διόλου, ώστε να μην εκφράζη με ολόκληρον
το όνομά του την φύσιν εκείνου του στοιχείου, του οποίου ήθελε ο
νομοθέτης. Τόσην τέχνην έδειξαν διά να θέσουν καλώς τα ονόματα
εις τα γράμματα.
Ερμογένης. Μου φαίνεται ότι λέγεις την αλήθειαν.
Σωκράτης. Λοιπόν και περί βασιλέως δεν ισχύει ο ίδιος λόγος; Δηλαδή θα γεννηθή μίαν ημέραν από βασιλέα βασιλεύς, καθώς και από αγαθόν αγαθός, και από ωραίον ωραίος και ούτω καθεξής, από έκαστον γένος θα γεννηθή άλλος όμοιος απόγονος, έκτος εάν γεννηθή τέρας. Επομένως πρέπει να τα ονομάσωμεν με τα ίδια ονόματα. Επιτρέπεται όμως να τα τροποποιούμεν κατά τας συλλαβάς, ώστε εις τον μη πεπειραμένον να είναι δυνατόν να νομίση ότι είναι διάφορον το έν του άλλου ενώ είναι τα ίδια. Καθώς εις όλους ημάς τα φάρμακα των ιατρών τροποποιούμενα με χρωματισμούς και με αρώματα φαίνονται διάφορα, αν και είναι τα ίδια, ενώ εις τον ιατρόν, ο οποίος προσέχει εις την δύναμιν των φαρμάκων, φαίνονται τα ίδια και δεν αποπλανάται από τα δευτερεύοντα. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον ίσως και ένας πεπειραμένος περί των ονομάτων προσέχει εις την δύναμιν αυτών και δεν αποπλανάται εάν προσετέθη κανέν γράμμα, ή μετετέθη, ή αφηρέθη, ή και αν ακόμη μέσα εις όλως διάφορα γράμματα έγκειται η δύναμις του ονόματος. Καθώς αυτό το οποίον προ ολίγου ελέγαμεν, ότι δηλαδή το όνομα Αστυάναξ και Έκτωρ κανέν κοινόν γράμμα δεν έχουν πλην του τ, και όμως έχουν την ιδίαν σημασίαν. Ακόμη δε και το όνομα Αρχέπολις ως προς τα γράμματα τι κοινόν έχει με αυτά; Και όμως σημαίνει το ίδιον. Και πολλά άλλα ονόματα υπάρχουν, τα οποία δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά βασιλέα. Και άλλα πάλιν σημαίνουν στρατηγόν, όπως είναι το όνομα Άγις και Πολέμαρχος και Ευπόλεμος. Άλλα πάλιν είναι ιατρικά, καθώς το όνομα Ιατροκλής και Ακεσίμβροτος. Ακόμη δε ίσως εύρομεν πολλά τα οποία ως προς τας συλλαβάς και τα γράμματα διαφέρουν, ως προς την δύναμιν όμως σημαίνουν το ίδιον. Έτσι είναι ή όχι;
Ερμογένης. Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν εις τα κατά φύσιν γεννώμενα πρέπει να αποδώσωμεν τα ίδια
ονόματα.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Τι να πράξωμεν όμως εις το παρά φύσιν, όταν γεννηθή με τερατώδη
μορφήν; παραδείγματος χάριν όταν από ένα αγαθόν άνθρωπον και
θεοσεβή γεννηθή ασεβής, δεν θα πράξωμεν καθώς είπαμεν
προηγουμένως, δηλαδή και αν ακόμη ίππος γεννήση γέννημα βοός, δεν
πρέπει να λάβη την ονομασίαν του γεννήτορος αλλά εκείνου του
γένους εις το οποίον ανήκει;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Επομένως και εις τον ασεβή τον γεννηθέντα από ευσεβή πρέπει να
αποδώσωμεν το όνομα του είδους του.
Ερμογένης.
Αυτό είναι.
Σωκράτης.
Επομένως δεν θα τον ονομάσωμεν Θεόφιλον ουδέ Μνησίθεον, ουδέ
κανέν από τα όμοια, αλλά εκείνο το οποίον έχει την αντίθετον
σημασίαν προς αυτά, αφού έχουν ορθότητα τα ονόματα.
Ερμογένης.
Αυτό είναι το ορθότερον, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Καθώς δα και το όνομα Ορέστης, καλέ Ερμογένη, πλησιάζει να είναι
ορθόν, είτε καμμία τύχη έθεσε το όνομα αυτό είτε και ποιητής,
θέλων να δείξη με το όνομα αυτό την θηριώδη φύσιν του και το
άγριον και το &ορεινόν&.
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Φαίνεται δε ότι και του πατρός του το όνομα εδόθη κατά φύσιν.
Ερμογένης.
Φαίνεται.
Σωκράτης.
Δηλαδή ο Αγαμέμνων πλησιάζει να είναι τοιούτος, ώστε παν ό,τι
αποφασίζει να το εκτελή επιμόνως και με καρτερίαν, δίδων πέρας
εις τα αποφασισθέντα ένεκα της ανδρείας του. Απόδειξις δε είναι η
διαμονή και καρτερία τόσου στρατού εις την Τροίαν. Ότι λοιπόν
είναι &αγαστός& κατά την &επιμονήν& του αυτός ο ανήρ, το εκφράζει
το όνομα Αγαμέμνων. Ίσως δε και το όνομα Ατρεύς είναι ορθόν.
Διότι και ο φόνος του Χρυσίππου υπ' αυτού και όσα απανθρώπως
διέπραξε προς τον Θυέστην, όλα είναι επιζήμια και αρχαϊκώς
&ατηρά& ως προς την αρετήν. Και ομολογουμένως η σημασία του
ονόματός του παρεκκλίνει ολίγον και το μετριάζει, ώστε να μην
είναι σαφής εις τον καθένα η φύσις αυτού του ανθρώπου. Όμως δι'
ένα πεπειραμένον εις τα ονόματα αρκετά σαφώς το όνομα Ατρεύς
δηλοί εκείνο το οποίον θέλει. Διότι και διά το &ατειρές&
(άκαμπτον) και διά το &άτρεστον& (ατρόμητον) και διά το &ατηρές&
(προσβλητικόν), υπό πάσαν έποψιν είναι βαλμένον ορθώς το όνομα
εις αυτόν. Μου φαίνεται δε ότι και εις τον Πέλοπα είναι βαλμένον
το όνομα επιτυχώς. Διότι αυτό &το όνομα σημαίνει εκείνον που δεν
βλέπει μακράν&.
Ερμογένης.
Πώς άραγε;
Σωκράτης.
Καθώς περίπου λέγεται και εναντίον αυτού του ανθρώπου ότι εις τον
φόνον του Μυρτίλου δεν κατώρθωσε διόλου να προνοήση και να
προβλέψη τας συνεπείας δι' όλον το γένος του, με πόσην δυστυχίαν
το εφόρτονε, διότι έβλεπε μόνον το πλησίον και της στιγμής —
τούτο δε σημαίνει το &πέλας& — καθ' ην στιγμήν εβιάζετο με πάντα
τρόπον να κάμη τον γάμον της Ιπποδαμείας. Εις τον Τάνταλον δε και
ο τυχών θα εννοήση ότι ετέθη ορθώς το όνομά του, εάν είναι αληθή
όσα λέγονται περί αυτού.
Ερμογένης. Ποία δηλαδή;
Σωκράτης. Και τα πολλά και τρομερά δυστυχήματα, που του συνέβησαν εν όσω έζη, όπου εις το τέλος και ολόκληρος η πατρίς του ανετράπη, και μετά θάνατον η ταλάντευσις του λίθου άνωθεν της κεφαλής του είναι θαυμασίως σύμφωνος με το όνομά του. Και απλούστατα φαίνεται ωσάν κανείς, ενώ ήθελε να τον ονομάση &ταλάντατον&, απέκρυψε το όνομα και τον ωνόμασε αντί τούτου Τάνταλον· τοιούτον περίπου όνομα φαίνεται ότι επρομήθευσε και εις τούτον η τύχη της παραδόσεως. Φαίνεται δε ότι και εις τον Δία ο οποίος λέγεται ότι είναι πατήρ του πολύ ωραία είναι βαλμένον το όνομά του, όμως δεν είναι εύκολον να το εννοήση κανείς. Διότι πραγματικώς το όνομα του Διός ομοιάζει ως να είναι ακέραιος λόγος. Και μοιράζοντες αυτό εις δύο άλλοι μεν μεταχειριζόμεθα το έν, άλλοι δε το άλλο. Δηλαδή άλλοι μεν Ζήνα, άλλοι δε Δία τον ονομάζουν. Εάν όμως ενωθούν εις έν εξηγούν την φύσιν αυτού του θεού, καθώς είπαμεν ότι πρέπει να έχει την ικανότητα να κάμνη παν όνομα. Διότι είναι αδύνατον εις ημάς και εις όλα τα άλλα όντα άλλος να είναι μάλλον ο αίτιος της ζωής παρά ο άρχων και ο βασιλεύς των πάντων, ώστε συμπίπτει ορθώς να ονομάζεται αυτός ο θεός, εξ αιτίας του οποίου υπάρχει το &ζην& εις όλα τα ζώντα. Διηρέθη όμως, καθώς είπα, εις δύο το όνομά του, ενώ είναι έν, δηλαδή εις τον Δία και τον Ζήνα. Ότι δε αυτός είναι υιός του Κρόνου θα φανή υβριστικόν αν το ακούση κανείς έξαφνα, όμως είναι εύλογον ο Ζευς να είναι απόγονος κανενός μεγάλου πνεύματος. Διότι &κόρος& δεν σημαίνει υιός, αλλά το καθαρόν και &ακήρατον& του &νου& (5). Αυτός δε είναι υιός του Ουρανού, καθώς λέγεται. Και τόρα πάλιν είναι ορθόν να λέγεται με το όνομα τούτο η &ουρανία,& διότι βλέπει επάνω (&ορά άνω&), και ωρισμένως, Ερμογένη μου, από τούτο προέρχεται ο καθαρός νους, καθώς λέγουν οι μετεωρολόγοι, και εις τον ουρανόν ορθώς εδόθη το όνομά του. Εάν δε ενθυμούμην την γενεαλογίαν του Ησιόδου, και ποίους άλλους παλαιοτέρους προγόνους αυτών αναφέρει, δεν θα έπαυα να διηγούμαι, ότι ορθώς είναι βαλμένα τα ονόματα εις αυτούς, έως ότου να δοκιμάσω τι θα κάμη επί τέλους αυτή μου η τορινή σοφία, άραγε θα κουρασθή ή όχι, αυτή που μου κατέβη τόρα έξαφνα έτσι δα χωρίς να εννοήσω πόθεν.
Ερμογένης.
Και πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, χωρίς να σου το κρύψω μου φαίνεσαι
ότι έγινες έξαφνα καθώς οι ενθουσιαζόμενοι χρησμωδοί.
Σωκράτης.
Και καταγγέλλω μάλιστα, καλέ Ερμογένη, ότι αυτή η σοφία μου
εκόλλησε από τον Ευθύφρονα τον Προσπάλτιον. Διότι από την αυγήν
πολλήν ώραν ήμουν μαζί του και έδωκα όλην την προσοχήν μου εις
αυτόν. Δι' αυτό σχεδόν όχι μόνον τα ώτα μου εγέμισε μέσα εις τον
ενθουσιασμόν του από την θείαν του σοφίαν, αλλά και επροχώρησε
και εις την ψυχήν μου. Διά τούτο νομίζω ότι πρέπει να κάμωμεν το
εξής. Όσον διά σήμερον να την χρησιμοποιήσωμεν αυτήν την σοφίαν
και να εξετάσωμεν και τα επίλοιπα ονόματα, αν το κρίνετε και σεις
ορθόν, αύριον δε αν συμφωνήτε και σεις να την αποτινάξωμεν και να
την καθαρίσωμεν, αφού μάθωμεν ποίος είναι τέλειος να καθαρίζη
τοιαύτα πράγματα, είτε κανείς από τους ιερείς είτε από τους
σοφιστάς.
Ερμογένης.
Μάλιστα, εγώ συμφωνώ, διότι έχω μεγάλην επιθυμίαν να ακούσω τα
επίλοιπα ονόματα.
Σωκράτης.
Τότε αυτό πρέπει να κάμωμεν. Λοιπόν από πού θέλεις να αρχίσωμεν
να εξετάζωμεν, αφού τόρα πλέον εμβήκαμεν εις μίαν σειράν, διά να
εννοήσωμεν αν θα προσθέσουν την μαρτυρίαν των αφ' εαυτών τα
ονόματα, ότι δεν είναι τόσον πολύ αυτομάτως βαλμένα το καθέν,
αλλά έχουν κάποιαν ορθότητα; Και λοιπόν τα μεν ονόματα των ηρώων
και των ανθρώπων, καθώς λέγομεν, ίσως να μας απατήσουν. Διότι
πολλά είναι βαλμένα συμφώνους προς τας ονομασίας των προγόνων, αν
και δεν αρμόζουν διόλου εις μερικούς, καθώς ελέγαμεν εις την
αρχήν, πολλά δε πάλιν τα θέτουν ωσάν διά να ευχηθούν,
παραδείγματος χάριν το όνομα Ευτυχίδης και Σωσίας και Θεόφιλος
και άλλα πολλά. Λοιπόν αυτού του είδους τα ονόματα νομίζω ότι
πρέπει να τα αφήσωμεν κατά μέρος, φαίνεται δε λογικόν ότι εις τα
διαρκώς υπάρχοντα πράγματα και εκ φύσεως πλασμένα θα εύρομεν ποία
ονόματα είναι βαλμένα ορθώς. Και ίσως μερικά από αυτά ετέθησαν
από θειοτέραν δύναμιν, παρά την ανθρωπίνην.
Ερμογένης.
Ορθότατα, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν είναι δίκαιον από τους θεούς να αρχίσωμεν να
εξετάζωμεν, άραγε ωνομάσθησαν ορθώς με αυτό το όνομα οι θεοί;
Ερμογένης.
Βέβαια, πρέπει.
Σωκράτης.
Εγώ λοιπόν υποθέτω κάτι τι τοιούτον. Μου φαίνονται ότι οι πρώτοι
άνθρωποι που ήσαν εις τα Ελληνικά μέρη επίστευαν μόνον εκείνους
τους θεούς, τους οποίους σήμερον πιστεύουν πολλοί βάρβαροι,
δηλαδή τον ήλιον και την σελήνην και την γην και τα άστρα και τον
ουρανόν. Και επειδή έβλεπαν ότι όλα αυτά κινούνται με ταχύτητα
και τρέχουν, από αυτήν την φύσιν του τρέχω, το οποίον τότε
ελέγετο &θέω&, ονόμασαν αυτούς θεούς. Αργότερα δε το ενόησαν και
όλοι οι άλλοι και με αυτό πλέον το όνομα τους ονομάζουν. Φαίνεται
ωσάν αλήθεια αυτό το οποίον λέγω ή όχι;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα φαίνεται.
Σωκράτης.
Λοιπόν τι είναι ορθόν να εξετάσωμεν κατόπιν τούτου; ή είναι ορθόν
να εξετάσωμεν τους δαίμονας και τους ήρωας και τους ανθρώπους;
Ερμογένης.
Τους δαίμονας.
Σωκράτης.
Και πραγματικώς, καλέ Ερμογένη, τι να σημαίνη άραγε το όνομα
δαίμονες; πρόσεξε, αν θα σου φανώ ότι λέγω κάτι τι.
Ερμογένης.
Λέγε και μη σε μέλει.
Σωκράτης.
Λοιπόν ηξεύρεις τι λέγει ο Ησίοδος ότι είναι οι δαίμονες;
Ερμογένης.
Δεν ηξεύρω.
Σωκράτης.
Ούτε ακόμη ότι λέγει ότι κατ' αρχάς έγινε χρυσούν το γένος των
ανθρώπων;
Ερμογένης.
Αυτό τουλάχιστον το γνωρίζω.
Σωκράτης.
Λοιπόν λέγει περί αυτού:
Λοιπόν αφού η μοίρα εξωλόθρευσε αυτό το γένος, αυτοί ονομάζονται δαίμονες αγνοί κάτοικοι των καταχθονίων, αγαθοί, αλεξίκακοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων.
Ερμογένης. Και τι με τούτο;
Σωκράτης.
Δηλαδή εγώ νομίζω ότι αυτός εννοεί όχι ότι το χρυσούν γένος είναι
πλασμένον από χρυσόν, αλλά ότι είναι αγαθόν και ωραίον. Ένδειξις
δε τούτου είναι, το ότι και ημάς λέγει ότι είμεθα σιδηρούν γένος.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Λοιπόν και από τους σημερινούς, αν υπάρχη κανείς αγαθός, δεν
εννοεί ότι αυτός κατάγεται από εκείνο το χρυσούν γένος;
Ερμογένης.
Είναι πιθανόν βέβαια.
Σωκράτης.
Οι δε αγαθοί είναι τίποτε άλλο παρά φρόνιμοι;
Ερμογένης.
Φρόνιμοι.
Σωκράτης.
Λοιπόν μου φαίνεται ότι προ παντός τούτο εννοεί περί των
δαιμόνων, δηλαδή, διότι ήσαν φρόνιμοι και &δαήμονες&, τους
ωνόμασε δαίμονας και βλέπομεν ότι εις την αρχαίαν γλώσσαν μας
σύμφωνος είναι αυτή η λέξις. Ώστε καλά λέγει και αυτός και άλλοι
πολλοί ποιηταί, όσοι λέγουν ότι, όταν αποθάνη κανείς ο οποίος ήτο
αγαθός, αποκτά μεγάλην μοίραν και τιμήν και γίνεται δαίμων
σύμφωνα με αυτό το όνομα το οποίον σημαίνει φρόνησιν. Ομοίως
λοιπόν και εγώ φρονώ, ότι κάθε άνθρωπος, ο οποίος είναι αγαθός,
είναι δαιμόνιος, και εν όσω ζη και αφού αποθάνη, και ορθώς
ονομάζεται δαίμων.
Ερμογένης.
Και εγώ νομίζω, καλέ Σωκράτη, ότι πολύ συμφωνώ μαζί σου ως προς
αυτό. Αλλά ο ήρως πάλιν τι είναι άραγε;
Σωκράτης.
Αλλά αυτό δεν είναι πολύ δύσκολον να το εννοήσης, διότι πολύ
ολίγον ετροποποιήθη το όνομα αυτόν, το οποίον σημαίνει ότι
εγεννήθησαν από τον έρωτα.
Ερμογένης.
Πώς το εννοείς αυτό;
Σωκράτης.
Δεν γνωρίζεις ότι οι ήρωες είναι ημίθεοι;
Ερμογένης.
Και τι με τούτο;
Σωκράτης.
Αυτοί όλοι εγεννήθησαν βεβαίως αφού ηράσθη ή θεός θνητήν, ή
θνητός θεάν. Εάν λοιπόν και τούτο το προσέξης σύμφωνα με την
αρχαίαν αττικήν διάλεκτον, θα το εννοήσης καλλίτερα. Διότι θα σου
δείξη ότι πολύ ολίγον είναι τροποποιημενον από το όνομα του
έρωτος, από τον οποίον εγεννήθησαν οι ήρωες. Και ή τούτο εννοεί
ότι είναι οι ήρωες, ή ότι ήσαν σοφοί και ρήτορες δεινοί και
συζητητικοί, και είχαν την ικανότητα του &είρειν&, διότι το
αρχαίον τούτο ρήμα &είρειν& εσήμαινε λέγω. Καθώς λοιπόν είπαμεν
προηγουμένως, η ονομασία των ηρώων κατά την αττικήν διάλεκτον
σημαίνει ότι το ηρωικόν φύλον είναι γενεά ρητόρων και σοφιστών.
Δεν είναι όμως δύσκολον να το εννοήσης αυτό αλλά μάλλον το όνομα
των ανθρώπων, διατί άραγε ονομάζονται άνθρωποι. Ή μήπως συ
γνωρίζεις να το ειπής;
Ερμογένης.
Από πού, αγαπητέ μου, να το γνωρίζω; Αλλά, και αν ήμην ολίγον
ικανός να το εύρω, δεν εντείνω τας δυνάμεις μου, διότι νομίζω ότι
συ θα το εύρης καλλίτερα από εμέ.
Σωκράτης.
Έχεις πεποίθησιν εις την έμπνευσιν του Ευθύφρονος, καθώς
φαίνεται.
Ερμογένης.
Και βέβαια.
Σωκράτης.
Καλά κάμνεις που έχεις πεποίθησιν. Διότι τόρα πάλιν νομίζω ότι το
επέτυχα νόστιμα και πλησιάζω, εάν δεν προφυλαχθώ, σήμερον ακόμη
να γίνω περισσότερον του δέοντος σοφός. Πρόσεξε λοιπόν εις αυτό
που λέγω. Πρώτον δηλαδή πρέπει να έχωμεν εις τον νουν μας περί
των ονομάτων το εξής, ότι πολλάκις παρεμβάλλομεν γράμματα, άλλοτε
δε αφαιρούμεν τροποποιούντες το όνομα το οποίον θέλομεν, και
μεταβάλλομεν τον τονισμόν. Παραδείγματος χάριν το &Διί φίλος&.
Τούτο διά να το καταστήσωμεν έν όνομα αντί προτάσεως (Δίφιλος),
όχι μόνον το έν εκ των δύο ιώτα αφηρέσαμεν αλλά και αντί να
προφέρωμεν με οξύν τόνον την μεσαίαν συλλαβήν την προφέρομεν με
βαρύν. Εις άλλα δε απ' εναντίας παρεμβάλλομεν γράμματα, και τα
βαρύτερα τα προφέρομεν οξύτερα.
Ερμογένης.
Ορθά ομιλείς.
Σωκράτης.
Λοιπόν μίαν από αυτάς τας μεταβολάς έπαθε και το όνομα των
ανθρώπων, καθώς νομίζω εγώ. Διότι από πρότασις έγινε όνομα διά
της αφαιρέσεως ενός γράμματος, του άλφα, και με την μεταβολή του
τόνου της ληγούσης εις βαρύν.
Ερμογένης.
Πώς εννοείς;
Σωκράτης.
Άκουσε. Αυτό το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι, ενώ τα άλλα ζώα από
όσα βλέπουν τίποτε δεν επιθεωρούν, ουδέ συλλογίζονται, ουδέ,
καθώς έλεγαν οι αρχαίοι, &αναθρώσι&, ο άνθρωπος συγχρόνως και
παρατηρεί τελείως — τούτο δε ελέγετο τότε &όπωπε& — και &αναθρεί&
και συλλογίζεται εκείνο το οποίον είδε, δηλαδή &όπωπε&. Ως εκ
τούτου λοιπόν από όλα τα ζώα μόνον ο άνθρωπος πολύ ορθώς ωνομάσθη
άνθρωπος, &αναθρών ά όπωπε& (επιθεωρών όσα είδε).
Ερμογένης.
Και λοιπόν; Να σε ερωτήσω το κατόπιν τούτου, το οποίον έχω
ευχαρίστησιν να το μάθω;
Σωκράτης.
Βεβαιότατα.
Ερμογένης.
Λοιπόν μου φαίνεται ότι συνέχεια τούτων είναι ένα πράγμα. Δηλαδή
υπάρχει κάτι τι, νομίζω, το οποίον ονομάζομεν ψυχήν και σώμα του
ανθρώπου;
Σωκράτης.
Πώς δεν υπάρχει;
Ερμογένης.
Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν να διασαφήσωμεν και αυτά καθώς και τα
προηγούμενα.
Σωκράτης.
Εννοείς ν' εξετάσωμεν την ψυχήν, αν έχει ευλόγως αυτό το όνομα,
και κατόπιν πάλιν το σώμα;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Όσον διά να ομιλήσω εκ του προχείρου, νομίζω ότι κάτι τι τοιούτον
εννοούν αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν την ψυχήν, ότι δηλαδή αυτή, όταν
υπάρχη το σώμα, γίνεται αιτία να ζη αυτό, διότι του δίδει την
δύναμιν να αναπνέη και αναψυχήν, μόλις όμως εκλείψη αυτό που
δίδει την αναψυχήν εις το σώμα, τούτο καταστρέφεται και
αποθνήσκει. Δι' αυτό λοιπόν μου φαίνεται ότι το ωνόμασαν ψυχήν.
Αν αγαπάς όμως, περίμενε ολίγον, διότι μου φαίνεται ότι βλέπω
κάτι τι μάλλον παραδεκτόν από αυτό διά τους οπαδούς του
Ευθύφρονος. Διότι, καθώς νομίζω, αυτό μεν ίσως να το
περιφρονήσουν και να το θεωρήσουν χονδροειδές. Πρόσεξε όμως το
εξής, μήπως άραγε αρέσει και εις σε.
Ερμογένης.
Λέγε και μη σε μέλει.
Σωκράτης.
Την φύσιν ολοκλήρου του σώματος, διά να ζη και να περιέρχεται,
ποίον άλλο πράγμα νομίζεις ότι την κατέχει και την &οχεί&
παρά η ψυχή;
Ερμογένης.
Κανέν άλλο.
Σωκράτης.
Και λοιπόν; Δεν πιστεύεις τον Αναξαγόραν ότι και όλων των άλλων
πραγμάτων την φύσιν ο νους και η ψυχή την τακτοποιεί και την
συγκρατεί;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν είναι ορθόν να δώσωμεν αυτό το όνομα εις αυτήν την
δύναμιν, η οποία την &φύσιν οχεί& και κατέχει, και να την
ονομάσωμεν &φυσέχην&, επιτρέπεται δε να την ονομάσωμεν και
&ψυχήν& χάριν κομψότητος.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα, και μου φαίνεται ότι τούτο το όνομα είναι
καλλιτεχνικώτερον από το προηγούμενον.
Σωκράτης.
Και βέβαια είναι. Και πραγματικώς, μου φαίνεται, ότι είναι
κωμικόν καθώς ετέθη.
Ερμογένης
Αλλά τόρα το κατόπιν αυτού πώς θα κρίνωμεν ότι είναι τεθειμένον;
Σωκράτης.
Το σώμα θέλεις να ειπής;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Όσον δι' αυτό μου φαίνεται διά πολλούς λόγους ότι είναι
τεθειμένον και πολύ καλά μάλιστα, αρκεί ολίγον να το τροποποιήση
κανείς. Διότι και σήμα της ψυχής λέγουν μερικοί ότι είναι, η
οποία κατά την γνώμην των είναι θαμμένη εις την παρούσαν ζωήν.
Και πάλιν διότι με αυτό εκφράζει η ψυχή, όσα εκφράζει, και διά
τούτο ακόμη ορθώς ονομάζεται σήμα. Μου φαίνεται δε κυρίως ότι
έθεσαν αυτό το όνομα οι Ορφικοί, με την ιδέαν ότι τιμωρείται η
ψυχή, δι' όσα τιμωρείται. Αυτό δε το έχει ως περίβολον διά να
σώζεται και ως είδος δεσμωτηρίου. Λοιπόν διά την ψυχήν έως ότου
να αποτίση την ποινήν, αυτό είναι ό,τι και ονομάζεται ακριβώς,
δηλαδή &σώμα&(6), και δεν χρειάζεται να τροποποιήσωμεν ούτε ένα
γράμμα αυτού.
Ερμογένης.
Αυτά τα ζητήματα, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεται ότι εξητάσθησαν
αρκετά. Αλλά περί εκάστου ονόματος των θεών, καθώς παραδείγματος
χάριν έλεγες προ ολίγου περί του Διός, είναι δυνατόν να σκεφθώμεν
κατά τον ίδιον τρόπον, με ποίαν άραγε ορθότητα ετέθησαν τα
ονόματα αυτών;
Σωκράτης.
Μα τον Δία, Ερμογένη μου, εάν έχωμεν νουν, ένας είναι ο
καλλίτερος τρόπος, ότι δηλαδή περί των θεών τίποτε δεν
γνωρίζομεν, ούτε περί των ιδίων ούτε περί των ονομάτων, τα οποία
οι ίδιοι αποδίδουν εις τον εαυτόν των. Και βεβαίως είναι φανερόν
ότι εκείνοι μεταχειρίζονται τα αληθή ονόματα. Αλλά δεύτερος πάλιν
τρόπος της ορθότητος είναι, καθώς συνηθίζομεν να ευχώμεθα εις τας
προσευχάς, δηλαδή, όπως εκείνοι ευχαριστούνται να ονομάζωνται,
έτσι και ημείς να τους ονομάζωμεν, αφού τίποτε άλλο δεν
γνωρίζομεν· διότι εγώ φρονώ ότι είναι καλαί αι συνήθειαι των
προσευχών. Λοιπόν, εάν θέλης, ας εξετάσωμεν, αλλά αφού δηλώσωμεν
προηγουμένως εις τους θεούς, ότι ημείς τίποτε δεν θα εξετάσωμεν
περί αυτών των ιδίων — διότι δεν έχομεν την αξίωσιν ότι είμεθα
ικανοί δι' αυτό — αλλά μόνον περί των ανθρώπων: ποίαν άραγε
δοξασίαν είχαν όταν έθεταν εις αυτούς τα ονόματα, διότι αυτό δεν
είναι βλασφημία.
Ερμογένης.
Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεσαι ότι ομιλείς ορθά, και ας
κάμωμεν καθώς λέγεις.
Σωκράτης.
Λοιπόν δεν πρέπει να αρχίσωμεν από την Εστίαν συμφώνως προς την
συνήθειαν;
Ερμογένης.
Βέβαια είναι δίκαιον.
Σωκράτης.
Τι λοιπόν να υποθέσωμεν ότι είχε εις τον νουν του εκείνος, ο
οποίος την ωνόμασε Εστίαν;
Ερμογένης.
Μα τον Δία ουδέ τούτο δεν μου φαίνεται να είναι εύκολον.
Σωκράτης.
Μου φαίνεται, σου είπα, αγαπητέ μου Ερμογένη, ότι εκείνοι οι
οποίοι έθεσαν πρώτην φοράν τα ονόματα δεν είναι μηδαμινοί, αλλά
σχεδόν ιδεολόγοι και διορατικοί.
Ερμογένης. Τι εννοείς;
Σωκράτης. Εννοώ κάλλιστα ότι η θέσις των ονομάτων είναι έργον τοιούτων ανθρώπων περίπου. Και αν κανείς ερευνήση τα ξενικά ονόματα, επίσης ανακαλύπτει ποίαν σημασίαν έχει έκαστον από αυτά. Παραδείγματος χάριν και αυτό το οποίον ημείς το ονομάζομεν ουσίαν, μερικοί το ονομάζουν &εσσίαν&, και άλλοι πάλιν &ωσίαν&. Και λοιπόν κατά το δεύτερον όνομα από αυτά, είναι λογικόν η ουσία των πραγμάτων να ωνομάζεται Εστία. Έπειτα διότι ημείς έν μέρος της περιουσίας μας το ωνομάζομεν εστίαν, είναι ορθόν και δι' αυτόν τον λόγον να ονομάζεται Εστία, διότι φαίνεται ότι εις παλαιούς χρόνους και ημείς &εσσίαν& ονομάζαμεν την ουσίαν. Αλλά, και εις τας θυσίας αν προσέξη κανείς, θα κρίνη ότι αυτήν την έννοιαν αποδίδουν όσοι έθεσαν αυτά. Διότι το ότι πρώτα από όλους τους θεούς θυσιάζουν εις την Εστίαν, είναι εύλογον να το ώρισαν εκείνοι, οι οποίοι ωνόμασαν εστίαν την ουσίαν των πάντων. Όσοι δε πάλιν την ωνόμασαν &ωσίαν&, οι τοιούτοι πάλιν σχεδόν έχουν την γνώμην του Ηρακλείτου και νομίζουν ότι πάντα τα όντα κινούνται και κανέν δεν μένει στάσιμον. Αιτία λοιπόν και αρχηγός αυτών είναι εκείνο το οποίον ωθεί, και επομένως είναι ορθόν να ονομάζεται αυτό ωσία (ώσις, ώθησις). Και αυτά μεν ας τα αφήσωμεν έως εδώ, αφού τίποτε δεν γνωρίζομεν. Κατόπιν όμως της Εστίας είναι δίκαιον να εξετάσωμεν την Ρέαν και τον Κρόνον, αν και το όνομα του Κρόνου το εξετάσαμεν προηγουμένως. Ίσως όμως αυτά που είπα δεν είναι τίποτε.
Ερμογένης
Πώς έτσι, καλέ Σωκράτη;
Σωκράτης.
Αγαπητέ, μου ήλθε εις τον νουν μία πληθώρα σοφίας.
Ερμογένης.
Ποία είναι αυτή;
Σωκράτης.
Είναι πολύ κωμικόν να σου το ειπώ, όμως νομίζω ότι έχει κάποιαν
πιθανότητα.
Ερμογένης.
Ποίαν πιθανότητα;
Σωκράτης.
Μου φαίνεται πώς βλέπω ότι ο Ηράκλειτος λέγει παλαιάς σοφίας, και
ακριβώς της εποχής του Κρόνου και της Ρέας, πράγματα τα οποία τα
έλεγε και ο Όμηρος.
Ερμογένης.
Πώς το εννοείς αυτό;
Σωκράτης.
Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος ότι τα πάντα προχωρούν και τίποτε δεν
μένει στάσιμον, και παρομοιάζων τα όντα προς ρεύμα ποταμού λέγει
ότι δύο φοράς δεν είναι δυνατόν να εμβής εις τον ίδιον ποταμόν.
Ερμογένης.
Έτσι είναι.
Σωκράτης.
Και λοιπόν; νομίζεις ότι σκέπτεται διαφορετικά από τον Ηράκλειτον
εκείνος ο οποίος προγόνους των άλλων θεών τους ωνόμασε Ρέαν και
Κρόνον; Άραγε νομίζεις ότι κατά τύχην αυτός έδωκε και εις τους
δύο ονόματα ρευμάτων; Καθώς πάλιν και ο Όμηρος λέγει ότι ο
Ωκεανός είναι των θεών η γέννησις και η μήτηρ Τηθύς. Νομίζω όμως
και ο Ησίοδος. Λέγει δε κάπου και ο Ορφεύς ότι:
Ο καλλίρροος Ωκεανός έκαμε πρώτος αρχήν του γάμου, ο οποίος
ενυμφεύθη την ομομήτριον αδελφήν του Τηθύν.
Παρατήρησε λοιπόν ότι αυτά και μεταξύ των συμφωνούν και όλα
συμφωνούν προς την θεωρίαν του Ηρακλείτου.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, Σωκράτη μου, ότι λέγεις κάτι τι σπουδαίον. Όμως το
όνομα της Τηθύος δεν εννοώ τι θέλει να ειπή.
Σωκράτης.
Και όμως σχεδόν λέγει το ίδιον πράγμα, δηλαδή είναι όνομα πηγής
ολίγον μεταμορφωμένον· διότι το &διαττώμενον& και το
&διηθούμενον& είναι παρομοίωσις της πηγής. Από δε τα δύο αυτά
ονόματα έγινε το όνομα Τηθύς.
Ερμογένης.
Αυτό, καλέ Σωκράτη, είναι ωραίον πράγμα.
Σωκράτης.
Και πώς να μην είναι; Αλλά τόρα τι έρχεται κατόπιν; Όσον διά τον
Δία το είπαμεν.
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ας εξετάσωμεν τους αδελφούς του, τον Ποσειδώνα και
τον Πλούτωνα και το άλλο όνομα τούτου.
Ερμογένης.
Πολύ καλά.
Σωκράτης.
Και λοιπόν το όνομα του Ποσειδώνος μου φαίνεται ότι εδόθη από
εκείνον ο οποίος το ωνόμασε πρώτος, διότι αυτόν, ενώ εβάδιζε, τον
εσταμάτησε η φύσις της θαλάσσης, και δεν τον άφησε να προχωρήση,
παρά έγινε δι' αυτόν ωσάν &δεσμός& των &ποδών& του. Λοιπόν τον
αρχηγόν θεόν αυτής της δυνάμεως τον ωνόμασε Ποσειδώνα, ωσάν να
είναι &ποσίδεσμος&. Το δε ε παρενεβλήθη ίσως χάριν ευπρεπείας.
Ίσως δε να μη εσήμαινε τούτο, αλλ' αντί του σ να ελέγοντο εις
την αρχήν δύο λ και να εσήμαινε ότι πολλά γνωρίζει αυτός ο
θεός. Ίσως πάλιν από το σείω ωνομάσθη &ο σείων&, και προσετέθη το
πι και το δέλτα. Το δε όνομα του Πλούτωνος εδόθη από την δωρεάν
του Πλούτου, διότι κάτω από την γην ανακαλύπτεται ο πλούτος. Το
δε άλλο όνομά του, ο Άδης, οι περισσότεροι φαίνεται ότι το
εξηγούν από το &αειδής& (αόρατος) και επειδή αποτροπιάζονται αυτό
το όνομα τον ονομάζουν Πλούτωνα.
Ερμογένης.
Συ όμως τι φρονείς, καλέ Σωκράτη;
Σωκράτης.
Κατά πολλούς τρόπους μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι ηπατήθησαν ως
προς την δύναμιν αυτού του θεού και ότι τον φοβούνται, ενώ δεν
είναι δίκαιον. Και αιτία του φόβου αυτού είναι ότι αφού αποθάνη
κανείς από ημάς, μένει πλέον διαρκώς εκεί, και ότι η ψυχή
χωρισμένη από το σώμα φεύγει προς εκείνον. Αυτά όμως όλα εις εμέ
φαίνονται ότι συμφωνούν τελείως, δηλαδή και η εξουσία αυτού του
θεού και το όνομά του.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Εγώ θα σου ειπώ ποία είναι η γνώμη μου. Δεν μου λέγεις ποίος
είναι ο ισχυρότερος δεσμός δι' οποιονδήποτε ζώον, διά να μένη
οπουδήποτε, η ανάγκη, ή η επιθυμία;
Ερμογένης.
Πολύ ανωτέρα είναι, καλέ Σωκράτη, η επιθυμία.
Σωκράτης.
Λοιπόν φρονείς ότι δεν θα έφευγαν πολλοί από τον Άδην, εάν αυτός
δεν έδενε με τον ισχυρότερον δεσμόν εκείνους οι οποίοι πηγαίνουν
εις το μέρος του;
Ερμογένης.
Και βέβαια.
Σωκράτης.
Επομένως με κάποιαν επιθυμίαν τους δεσμεύει, καθώς φαίνεται, και
όχι με ανάγκην, αφού τους δεσμεύει με τον μεγαλήτερον δεσμόν.
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται.
Σωκράτης.
Και λοιπόν αι επιθυμίαι πάλιν δεν είναι πολλαί;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Επομένως τους δένει με την μεγαλητέραν από όλας τας επιθυμίας,
αφού πρόκειται να τους κρατή δεμένους με τον μεγαλήτερον δεσμόν.
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Λοιπόν, υπάρχει καμμία άλλη επιθυμία μεγαλητέρα παρά όταν κανείς
συναναστρέφεται κάποιον και νομίζη ότι εξ αιτίας εκείνου θα γίνη
καλλίτερος;
Ερμογένης.
Μα τον Δία με κανένα τρόπον δεν υπάρχει, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Δι' όλα αυτά λοιπόν, καλέ Ερμογένη, πρέπει να συμπεράνωμεν ότι
κανείς δεν ηθέλησε να φύγη από εκεί, ουδέ αι Σειρήνες ακόμη, αλλά
καταγοητεύονται και εκείναι και όλοι οι άλλοι. Τόσον ωραίους
λόγους, καθώς φαίνεται, γνωρίζει να λέγη ο Άδης, και, καθώς
εξάγεται από τούτον τον λόγον, αυτός ο θεός είναι τέλειος
σοφιστής και μέγας ευεργέτης δι' εκείνους οι οποίοι μένουν
πλησίον του, αφού αυτός και διά τους ζώντας εδώ τόσα αγαθά
αποκαλύπτει. Τόσον πολλά περισσεύματα έχει αυτός εκεί, και το
όνομα Πλούτων διά τούτο το έλαβε. Και πάλιν το να μη θέλη να
συναναστρέφεται τους ανθρώπους εν όσω έχουν τα σώματά των, αλλά
τότε μόνον όταν η ψυχή είναι καθαρά από τα κακά και τας επιθυμίας
του σώματος, δεν σου φαίνεται ότι είναι φιλοσοφικόν και καλά
δικαιολογημένον, διότι με αυτόν τον τρόπον είναι δυνατόν να τους
δέση με την επιθυμίαν της αρετής και να τους κρατή διαρκώς, ενώ,
όταν έχουν την ηλιθιότητα και την μανίαν του σώματος, ουδέ ο
πατήρ Κρόνος θα ήτο δυνατόν να τους συγκρατήση αφού τους δέση με
τα ιδικά του δεσμά, καθώς λέγουν.
Ερμογένης.
Φαίνεται ότι λέγεις κάτι τι σπουδαίον, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν και το όνομα Άδης πολύ απέχει να ωνομάσθη από το
&αειδής&, αλλά πολύ μάλλον από το ότι γνωρίζει όλα τα ωραία
ωνομάσθη υπό του νομοθέτου Άδης.
Ερμογένης.
Το παραδέχομαι. Αλλά τι πρέπει να φρονούμεν διά την Δήμητρα και
την Ήραν και τον Απόλλωνα και την Αθηνάν και τον Ήφαιστον και τον
Άρη και τους άλλους θεούς;
Σωκράτης.
Η Δημήτηρ μου φαίνεται ότι ωνομάσθη από την δόσιν της τροφής,
διότι την &δίδει& ως &μήτηρ&, η δε Ήρα ότι είναι κάπως &ερασμία&,
καθώς μάλιστα λέγεται ότι ο Ζευς ηράσθη αυτήν και την έλαβε
σύζυγον. Ίσως δε ως μετεωρολόγος ο νομοθέτης ωνόμασε τον &αέρα
Ήραν& κατά μετατροπήν, αφού έθεσε το πρώτον γράμμα τελευταίον.
Τούτο δε είναι εύκολον να το εννοήσης, αν προφέρης πολλάκις το
όνομα της Ήρας. Όσον δε διά την Φερέφατταν, πολλοί φοβούνται και
τούτο το όνομα καθώς και τον Απόλλωνα ένεκα αμαθείας περί της
ορθότητος των ονομάτων, καθώς φαίνεται. Διότι το μεταβάλλουν και
αντικρύζουν την Φερσερόνην(7) και τούτο φαίνεται εις αυτούς
τρομερόν. Και όμως τούτο μας πληροφορεί ότι η θεά αυτή είναι
σοφή, διότι, αφού τα πράγματα φέρονται, εκείνο το οποίον
εφάπτεται με επαφήν και δύναται να παρακολουθή είναι η σοφία.
Ώστε ορθώς καλείται η θεά αυτή Φερέπαφα ένεκα της σοφίας και της
&επαφής& του &φερομένου& ή διά κάτι τι παρόμοιον. Διά τούτο και
ζη με αυτήν ο Άδης, ο οποίος είναι σοφός, διότι είναι τοιαύτη.
Τόρα όμως μετατρέπουν το όνομά της φροντίζοντες περισσότερον διά
την ευφωνίαν παρά διά την αλήθειαν, και ονομάζουν αυτήν
Φερρέφατταν. Επίσης δε και διά τον Απόλλωνα, καθώς είπα, πολλοί
τρομάζουν το όνομα αυτού του θεού, ως να σημαίνη κάτι τι
τρομερόν. Ή μήπως δεν το αντελήφθης αυτό;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα, και λέγεις την αλήθειαν.
Σωκράτης.
Τούτο δε, καθώς μου φαίνεται, είναι τεθειμένον κάλλιστα διά να
σημαίνη την δύναμιν αυτού του θεού.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Εγώ θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω πώς μου φαίνεται. Δηλαδή
κανέν άλλο όνομα δεν υπάρχει που να αρμόζη και εις τας τέσσαρας
δυνάμεις του θεού, αν και είναι έν, ώστε όλας να τας περιλαμβάνη
και να σημαίνη οπωσδήποτε και την μουσικήν και την μαντικήν και
την ιατρικήν και την τοξικήν.
Ερμογένης.
Λέγε λοιπόν, διότι μου φαίνεται ότι το παρουσιάζεις ως αλλόκοτον
αυτό το όνομα.
Σωκράτης.
Απ' εναντίας μάλιστα αρμονικόν, αφού είναι και μουσικός ο θεός
αυτός. Διότι πρώτον μεν η καθαρειότης και οι καθαρμοί και υπό
έποψιν ιατρικήν και υπό έποψιν μαντικήν και τα θειαφίσματα με
ιατρικά φάρμακα και μαντικά μέσα και τα λουτρά και οι ραντισμοί
εις τοιαύτας περιστάσεις, όλα αυτά μίαν δύναμιν έχουν, δηλαδή να
κάμνουν τον άνθρωπον καθαρόν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν.
Ή όχι;
Ερμογένης.
Πολύ σωστά.
Σωκράτης.
Λοιπόν δεν είναι αυτός ο θεός ο οποίος καθαρίζει και &απολούει&
και &απολύει& από αυτά τα κακά;
Ερμογένης. Πολύ σωστά.
Σωκράτης. Λοιπόν όσον διά τας απολύσεις και απολούσεις, επειδή είναι ιατρός των τοιούτων πραγμάτων, θα ήτο ορθόν να ονομάζεται &απολούων&· όσον δε διά την μαντικήν και το &αληθές& και το &απλούν& - διότι αυτά τα δύο σημαίνουν το ίδιον — θα ήτο πολύ ορθόν να τον ονομάζωμεν, καθώς τον ονομάζουν οι Θεσσαλοί. Διότι όλοι οι Θεσσαλοί ονομάζουν &Άπλουν& τούτον τον θεόν. Επειδή δε &αείποτε& είναι έμπειρος των &βολών& εις την τοξικήν, πρέπει να θεωρηθή ως &Αεί-βάλλων&. Ως προς την μουσικήν δε πρέπει να υποθέσωμεν ότι το άλφα είναι αθροιστικόν καθώς εις το &ακόλουθος& και &άκοιτις&, οπού σημαίνει το ομού, και ότι και εδώ σημαίνει την &ομού περιπολίαν& εις τον ουρανόν, ο οποίος ακριβώς έχει &πόλους& και εις την αρμονίαν των ασμάτων, η οποία είναι η καθαυτό αρμονία, και ότι όλα αυτά &ομού περιπολεί& με κάποιαν αρμονίαν, καθώς λέγουν οι τελειοποιημένοι εις την μουσικήν και την αστρονομίαν. Καθώς λοιπόν τον &ομοκέλευθον& και &ομόκοιτιν& τον ωνομάσαμεν &ακόλουθον& και &άκοιτιν& διά της μεταβολής του &ομο& εις άλφα, ομοίως ωνομάσαμεν και τον Απόλλωνα, ο οποίος ήτο &ομοπολών&, διά παρεμβολής ενός ακόμη λάβδα, διά να μη γίνη ομόηχον με το κακόν όνομα. Τούτο όμως και τόρα πάλιν το φοβούνται μερικοί, επειδή δεν εννοούν καλά την δύναμιν αυτού του ονόματος και νομίζουν ότι σημαίνει φθοράν. Αλλά, καθώς ελέγαμεν προ ολίγου, αυτό το όνομα περικλείει όλας τας δυνάμεις του θεού, δηλαδή το &απλούν, αειβάλλον, απολούον, ομοπολούν&. Εις δε τας Μούσας και εν γένει εις την μουσικήν, καθώς φαίνεται, έδωκε το όνομα τούτο από το αρχαίον &μώσθαι&, δηλαδή από την έρευναν και την φιλοσοφίαν. Εις δε την Λητώ από την ευσπλαγχνίαν της θεάς, διότι είναι πρόθυμος εις όσα καθείς την καθικετεύει. Ίσως δε ωνομάσθη καθώς την ονομάζουν οι επαρχιώται. Διότι πολλοί την ονομάζουν Ληθώ και φαίνεται ότι συμφωνεί όχι με την τραχύτητα των αισθημάτων αλλά με την ημερότητα και το &λείον& και δι' αυτό ωνομάσθη Ληθώ από εκείνους οι οποίοι την ονομάζουν με αυτό το όνομα. Η δε Άρτεμις φαίνεται ότι σημαίνει το &αρτεμές& (ακεραιότητα) και το αξιοπρεπές, διότι αγαπά την παρθενίαν. Ίσως όμως αυτήν την θεάν ηθέλησε να την παραστήση ο νομοθέτης ως της &αρετής ιστορικήν& και έμπειρον, ή και διότι την &αροτρίασιν μισεί& του ανδρός εις την γυναίκα. Και ή δι' έν από όλα αυτά, ή δι' όλα ομού της έδωκε αυτό το όνομα ο νομοθέτης.
Ερμογένης. Καλά. Αλλά τι σημαίνει Διόνυσος και Αφροδίτη;
Σωκράτης.
Μεγάλα πράγματα, καλό παιδί του Ιππονίκου, με ερωτάς. Αλλά τα
ονόματα αυτά ετέθησαν κατά δύο τρόπους εις αυτούς τους θεούς και
σοβαρώς και παιδικώς. Όσον λοιπόν διά τον σπουδαίον πήγαινε να
ερωτήσης άλλον, τον δε παιδικόν τρόπον δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν
να σου τον εξηγήσω. Είναι δηλαδή και οι θεοί φιλοπαίγμονες. Διότι
και ο Διόνυσος φαίνεται ότι είναι ο &δίδων& τον &οίνον& και
ονομάζεται με αστειότητα &Διδοίνυσος&, και ο &οίνος& ότι κάμνει
πολλούς από τους πίνοντας να νομίζουν ότι έχουν νουν, ενώ δεν
έχουν, και πολύ δικαίως έπρεπε να ονομασθή &οιόνους&. Διά δε την
Αφροδίτην δεν αρμόζει να αντιτείνωμεν προς τον Ησίοδον, αλλά να
συμφωνήσωμεν με την γνώμην του, ότι ωνομάσθη Αφροδίτη, διότι
εγεννήθη από τον &αφρόν&.
Ερμογένης.
Ναι, αλλά και την Αθηνάν ως Αθηναίος, καλέ Σωκράτη, δεν θα την
λησμονήσης βέβαια, ουδέ τον Ήφαιστον και τον Άρην.
Σωκράτης.
Ούτε και είναι πρέπον.
Ερμογένης.
Όχι βέβαια.
Σωκράτης.
Λοιπόν το έν από τα δύο ονόματά της δεν είναι δύσκολον να σου
ειπώ διά ποίον λόγον εδόθη.
Ερμογένης.
Ποίον από αυτά;
Σωκράτης.
Γνωρίζεις ότι την ονομάζομεν Παλλάδα.
Ερμογένης.
Και πώς όχι;
Σωκράτης.
Λοιπόν είναι ορθόν να υποθέσωμεν ότι τούτο της εδόθη από τον
ένοπλον χορόν, καθώς εγώ νομίζω. Διότι, όταν υψώνη κανείς ή τον
εαυτόν του ή κανέν άλλο πράγμα ή υπό την γην, ή μέσα εις τας
χείρας του, λέγομεν ότι &πάλλει& και &πάλλεται& και το χορεύει ή
χορεύει ο ίδιος.
Ερμογένης.
Πολύ σωστά.
Σωκράτης.
Αι λοιπόν δι' αυτόν τον λόγον την ονομάζομεν Παλλάδα.
Ερμογένης.
Και πολύ ορθά. Αλλά τόρα το δεύτερον όνομα πώς το εννοείς;
Ερμογένης.
Το όνομα &Αθηνά&;
Ερμογένης.
Ναι.
Σωκράτης.
Αυτό, αγαπητέ μου, είναι δυσκολώτερον. Εδώ φαίνεται ότι οι
παλαιοί εθεώρουν την Αθηνάν, καθώς τόρα την θεωρούν οι εμβριθείς
εις τον Όμηρον. Διότι οι περισσότεροι από αυτούς εξηγούντες αυτόν
τον ποιητήν λέγουν, ότι αυτός παρέστησε την Αθηνάν ως νουν και
διάνοιαν. Και εκείνος λοιπόν, ο οποίος κατεσκεύασε τα ονόματα
φαίνεται ότι κάτι τι παρόμοιον εσκέφθη περί αυτής, και την
ωνόμασε με περισσότερον μεγαλείον &θεού νόησιν&, ως να έλεγε ότι
αυτή είναι &α Θεονόα&, μεταχειριζόμενος επαρχιακώς (δωρικώς) το
άλφα αντί του ήτα και αφαιρών το ιώτα και το σίγμα. Ίσως όμως
ουδέ δι' αυτόν τον λόγον, αλλά διότι αυτή τα &θεία νοεί&, την
ωνόμαζε χωριστά από όλους τους θεούς &Θεονόην&. Δεν είναι δε πολύ
διαφορετικόν και το να ήθελε να την ονομάση &των ηθών νόησιν&,
και να εννοή ότι αυτή η θεά είναι &Ηθονόη&. Κατόπιν όμως ή ο
ίδιος ή άλλοι οποιοιδήποτε το ετροποποίησαν χάριν κομψότητος,
καθώς αυτοί ενόμιζαν, και την ονόμασαν Αθηνάαν.
Ερμογένης.
Το δε όνομα του Ηφαίστου πώς το εξηγείς;
Σωκράτης.
Μήπως ερωτάς διά τον ανδρείον του &φωτός πολυίστορα&.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτός δεν είναι εις τον καθένα φανερόν, ότι είναι
&Φαίστος& και προσέλαβε το ήτα;
Ερμογένης.
Σχεδόν είναι, εκτός εάν τυχόν έχης και καμίαν άλλην γνώμην.
Σωκράτης.
Αν θέλης να μην έχω άλλην γνώμην, ερώτησέ με διά τον Άρη.
Ερμογένης.
Σε ερωτώ.
Σωκράτης.
Λοιπόν, αν μεν προτιμάς το πρώτον, θα σου έλεγα ότι ωνομάσθη
&Άρης& από το &άρρεν& και το &ανδρείον&. Αν δε πάλιν παραδέχεσαι
από το σκληρόν και αμετάτρεπτον, το οποίον ακριβώς λέγεται
αρχαϊκώς &άρρατον&, και από όλα αυτά πάλιν αρμόζει εις τον θεόν
του πολέμου να λέγεται Άρης.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Και τόρα πλέον ας αφήσωμεν τους θεούς δι' όνομα θεού, διότι εγώ
τρομάζω να συζητώ δι' αυτούς. Από τα άλλα ονόματα όμως πρότεινέ
μου ό,τι θέλεις, και τότε βλέπεις ποίου είδους είναι το άρμα του
Ευθύφρονος εις το οποίον πατώ.
Ερμογένης.
Μάλιστα θα κάμω την γνώμην σου, αλλά ένα ακόμη θα σε ερωτήσω περί
του Ερμού, και τούτο διότι ο Κρατύλος λέγει ότι εγώ δεν είμαι
Ερμογένης. Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν να εννοήσωμεν και το όνομα Ερμής
τι σημαίνει, διά να γνωρίζωμεν αν ο φίλος απ' εδώ λέγει τίποτε
σπουδαίον.
Σωκράτης.
Αλλά το όνομα αυτό δεικνύει, ότι ο Ερμής καταγίνεται εις την
ρητορείαν, διότι και το ότι είναι διερμηνεύς και άγγελος, και ότι
αγαπά την κλοπήν και την απάτην διά λόγου και το εμπορικόν του
πνεύμα, όλα αυτά είναι μία ρητορική ικανότης. Καθώς λοιπόν
είπαμεν και προηγουμένως το &είρειν& είναι χρήσις του λόγου, το
δε ομηρικόν ρήμα &εμήσατο& σημαίνει μηχανώμαι. Από τα δύο λοιπόν
αυτά, δηλαδή το &είρειν& και το &εμήσατο&, σχεδόν μας επέβαλεν ο
νομοθέτης να ονομάσωμεν αυτόν τον θεόν, ως να μας έλεγε: ω
άνθρωποι, εκείνος όστις το &είρειν εμήσατο& είναι ορθόν να
ονομάζεται από υμάς Ειρέμης. Αλλά τόρα ημείς, νομίζω,
ετορνεύσαμεν αυτό το όνομα και τον ονομάζομεν Ερμήν.
Ερμογένης.
Μα τον Δία, τότε λοιπόν καλά λέγει ο Κρατύλος ότι εγώ δεν είμαι
Ερμογένης, διότι εγώ δεν είμαι εφευρετικός εις τους λόγους.
Σωκράτης.
Και ότι ακόμη ο Παν ο υιός του Ερμού είναι διφυής έχει τον λόγον
του, φίλτατέ μου.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Γνωρίζεις ότι ο λόγος το παν εκφράζει και περιστρέφεται διαρκώς,
και είναι δύο ειδών, αληθής και ψευδής.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν το μεν αληθές μέρος του είναι &λείον& και &θείον& και
κατοικεί επάνω εις την κατοικίαν των θεών, το δε ψευδές μένει
κάτω μεταξύ του πλήθους και είναι τραχύ και τραγοειδές
(&τραγικόν&). Διότι εις τούτο το ζήτημα περιστρέφονται οι
περισσότεροι μύθοι και τα ψεύδη, δηλαδή εις τον τραγικόν βίον.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Ορθώς λοιπόν ο Παν ο οποίος μηνύει τα πάντα και πάντοτε
&περιπολεί&, ονομάζεται &αιπόλος& (αιγοβοσκός), και είναι διφυής
υιός του Ερμού, εις μεν τα άνω μέρη λείος (άτριχος), εις δε τα
κάτω τριχωτός και τραγοειδής. Και είναι ο Παν ή λόγος, ή αδελφός
του λόγου, αφού είναι υιός του Ερμού. Και δεν είναι διόλου
παράδοξον ο αδελφός να ομοιάζη τον αδελφόν. Αλλά καθώς σου είπα,
ευλογημένε, ας αφήσωμεν πλέον τους θεούς.
Ερμογένης.
Αυτού του είδους τους θεούς μάλιστα, ας τους αφήσωμεν Σωκράτη
μου, αφού το θέλεις. Όμως τι σε εμποδίζει να ομιλήσωμεν περί του
άλλου είδους των θεών, παραδείγματος χάριν περί του ηλίου και της
σελήνης και των άστρων και της γης και του αιθέρος και του πυρός
και του ύδατος και των ωρών και του ενιαυτού (έτους).
Σωκράτης.
Πάρα πολλά μου ζητείς, αλλά, εάν αυτό θα σε ευχαριστήση, είμαι
πρόθυμος.
Ερμογένης.
Βέβαια θα με ευχαριστήση.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ποιον θέλεις πρώτον; Ή καθώς είπες, θέλεις πρώτον να
εξετάσωμεν τον ήλιον;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτό το όνομα φαίνεται ότι θα γίνη σαφέστερον, αν λάβωμεν
τον δωρικόν του τύπον. Διότι οι Δωριείς τον ονομάζουν &άλιον&.
Πρέπει λοιπόν να ονομασθή &άλιος&, ή διότι &αλίζει& (συναθροίζει)
τους ανθρώπους εις το ίδιον μέρος, όταν ανατείλη, ή διότι, &αεί
ειλεί& (πάντοτε περιφέρεται) πέριξ της γης. Ακόμη δε ίσως, διότι
ποικίλλει τα παραγόμενα εκ της γης, το δε ποικίλει και το αρχαίον
&αιολεί& είναι το ίδιον.
Ερμογένης.
Και η σελήνη;
Σωκράτης.
Τούτο το όνομα φαίνεται ότι στενοχωρεί τον Αναξαγόραν.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Φαίνεται ότι σημαίνει κάτι τι αρχαιότερον, το οποίον εκείνος το
έλεγε τόρα τελευταίως, ότι δηλαδή η σελήνη έχει το φως της από
τον ήλιον.
Ερμογένης.
Πώς αυτό;
Σωκράτης.
Διότι &σέλας& και &φως& είναι το ίδιον.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Είναι δε αυτό το φως εις την σελήνην πάντοτε &νέον και ένον&
(παλαιόν), αν λέγουν την αλήθειαν οι Αναξαγόρειοι. Διότι ο ήλιος
περιστρεφόμενος πέριξ αυτής, της ρίπτει πάντοτε νέον φως, το δε
παλαιόν υπάρχει από τον προηγούμενον μήνα.
Ερμογένης.
Ορθότατα.
Σωκράτης.
&Σελαναίαν& δε ονομάζουν αυτήν πολλοί.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Διότι δε έχει πάντοτε &σέλας& (φως) &νέον& και &ένον&, ήτο κυρίως
ορθόν να ονομασθή &σελαενονεοάεια&, ωνομάσθη όμως διά συσφίγξεως
&σεληναία& (σελήνη).
Ερμογένης.
Αυτό το όνομα φαίνεται ως βακχικόν, καλέ Σωκράτη. Αλλά τον μήνα
και τα άστρα πώς τα εξηγείς;
Σωκράτης.
Ο μεν μην και αρχαιότερον &μεις& από το &μείον& (ολιγώτερον)
έπρεπε να λέγεται μείης, τα δε άστρα φαίνεται ότι παράγονται από
την αστραπήν. Η δε αστραπή, επειδή αναστρέφει τα πρόσωπα (&ώπα&),
έπρεπε να λέγεται αστρωπή, τόρα όμως ωνομάσθη χάριν κομψότητος
αστραπή.
Ερμογένης.
Το δε πυρ και το ύδωρ;
Σωκράτης.
Διά το πυρ δεν γνωρίζω· και φαίνεται ή ότι η μούσα του Ευθύφρονος
με εγκατέλειψε, ή ότι τούτο είναι δυσκολώτατον. Πρόσεξε λοιπόν
ποίον μηχάνημα παρουσιάζω δι' όλα αυτά, όσα δεν γνωρίζω.
Ερμογένης.
Ποίον δηλαδή;
Σωκράτης.
Εγώ θα σου το ειπώ. Και λοιπόν απάντησέ μου, ημπορείς να ειπής
πώς εδόθη το όνομα εις το &πυρ&;
Ερμογένης.
Όχι. Μα τον Δία.
Σωκράτης.
Πρόσεξε λοιπόν εις αυτό το οποίον υποθέτω εγώ. Παρατηρώ δηλαδή
ότι πολλά ονόματα οι Έλληνες, και προ πάντων όσοι κατοικούν υπό
την εξουσίαν των βαρβάρων, τα έλαβαν από τους βαρβάρους.
Ερμογένης.
Και τι με τούτο;
Σωκράτης.
Εάν κανείς ερευνήση να εύρη, με ποίαν ορθότητα είναι βαλμένα αυτά
κατά την Ελληνικήν γλώσσαν και όχι κατά την γλώσσαν εκείνην, από
την οποίαν ελήφθη το όνομα αυτό, γνωρίζεις ότι θα απορή;
Ερμογένης.
Φυσικώτατα.
Σωκράτης.
Πρόσεξε λοιπόν μήπως και αυτό το όνομα &πυρ& είναι βαρβαρικόν.
Διότι αυτό δεν είναι εύκολον να το σχετίσωμεν με την ελληνικήν
γλώσσαν, και είναι γνωστόν ότι οι Φρύγες έτσι το ονομάζουν, με
μικράν τροποποίησιν. Επίσης δε και το &ύδωρ& και τους &κύνας& και
άλλα πολλά.
Ερμογένης.
Το παραδέχομαι.
Σωκράτης.
Δεν πρέπει λοιπόν να τα παραβιάζωμεν αυτά, διότι τότε βεβαίως θα
ημπορούσε να ειπή κανείς περί αυτών. Ώστε το μεν &πυρ& και το
&ύδωρ& δι' αυτόν τον λόγον τα αποκρούω. Ο δε αήρ άραγε, καλέ
Ερμογένη, ωνομάσθη αήρ, διότι &αίρει& (υψώνει) από την γην τα
πράγματα; ή διότι &αεί ρει&(πάντοτε ρέει); ή διότι παράγεται από
αυτόν άνεμος, όταν ρέη; Διότι οι ποιηταί, καθώς γνωρίζεις,
ονομάζουν τους ανέμους &αήτας&. Ίσως λοιπόν είναι ως να ήθελε να
&ειπή ανεμόρους, αητόρρους& και δι' αυτό επροτίμησε να ειπή ότι
είναι &αήρ&, Διά δε τον αιθέρα εγώ φρονώ το εξής, ότι, επειδή
&αεί θει& (πάντοτε τρέχει) πέριξ του &αέρος&, ήτο δίκαιον να
ονομασθή &αειθεήρ&. Η δε γη καλλίτερον εκφράζει εκείνο το οποίον
θέλει, εάν την ονομάση κανείς &γαίαν&. Διότι &γαία& πολύ ορθά
ωνομάσθη η γενέτειρα κατά την γλώσσαν του Ομήρου, αφού το
Ομηρικόν &γεγάασι& σημαίνει εγεννήθησαν.
Ερμογένης.
Πολύ καλά.
Σωκράτης.
Ποίον λοιπόν έρχεται κατόπιν τούτου;
Ερμογένης.
Αι ώραι, Σωκράτη μου, και ο ενιαυτός και το έτος.
Σωκράτης.
Λοιπόν το όνομα ώραι πρέπει να το προφέρωμεν με την αρχαίαν
αττικήν προφοράν, εάν επιθυμής να μάθης το ορθόν. Είναι δηλαδή
όραι, διότι &ορίζουν& τα &όρια& εις τον χειμώνα και εις τους
ανέμους και τους καρπούς της γης. Επειδή δε &ορίζουν&, είναι
ορθόν να ονομάζωνται όραι. Ο δε ενιαυτός και το έτος σχεδόν είναι
το ίδιον πράγμα. Δηλαδή είναι εκείνο, το οποίον τα φυτά και τα
προϊόντα τα φέρει εις φως, και &εν εαυτώ& (μέσα του) &ετάζει&
(εξετάζει). Και καθώς προηγουμένως το όνομα του Διός εδιχάσθη εις
δυο, και άλλοι μεν είδαμεν ότι τον ονομάζουν &Ζήνα&, άλλοι δε
&Δία&, ομοίως και αυτό εδώ άλλοι μεν το ονομάζουν &ενιαυτόν&,
άλλοι δε &έτος&, διότι &ετάζει& (εξετάζει). Ολόκληρος δε η
πρότασις: &το εν εαυτώ ετάζον&, ενώ είναι μία, λαμβάνει δύο
ονομασίας, ώστε σχηματίζονται δύο ονόματα, &ενιαυτός& και &έτος&
από μίαν πρότασιν.
Ερμογένης.
Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, πολύ προώδευσες.
Σωκράτης.
Μου φαίνεται πλέον ότι φέρομαι δρομαίως εις τα ύψη της σοφίας.
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Γλήγορα θα σε κάμω να με θαυμάζης περισσότερον.
Ερμογένης.
Κατόπιν όμως των ονομάτων αυτού του είδους, εγώ επεθύμουν πολύ να
παρατηρήσω εκείνα τα ωραία ονόματα με ποίαν ορθότητα είναι
βαλμένα, δηλαδή τα αναφερόμενα εις την αρετήν, παραδείγματος
χάριν η &φρόνησις& και η &σύνεσις& και η &δικαιοσύνη& και τα
όμοια.
Σωκράτης.
Φέρεις εις το μέσον, αγαπητέ μου, όχι μηδαμινόν είδος ονομάτων.
Αφού όμως πλέον εφόρεσα την λεοντήν, δεν οφείλω να αποδειλιάσω,
αλλά να εξετάσω, καθώς φαίνεται, την &φρόνησιν& και την &σύνεσιν&
και την &γνώμην& (γνώσιν) και την &επιστήμην& και όλα τα άλλα τα
ωραία ακριβώς ονόματα, καθώς λέγεις.
Ερμογένης.
Και βέβαια ημείς δεν οφείλομεν να αποδειλιάσωμεν πριν
τελειώσωμεν.
Σωκράτης.
Και πραγματικώς, μα τον κέρβερον, μου φαίνεται ότι δεν μαντεύω
κακώς αυτό το οποίον ενόησα, ότι δηλαδή οι πολύ παλαιοί άνθρωποι,
προ πάντων όσοι έθεταν τα ονόματα, καθώς σήμερον οι περισσότεροι
από τους σοφούς, επειδή πολύ περιστρέφουν τον νουν των διά να
ερευνήσουν πώς είναι πλασμένα τα όντα, πάντοτε παθαίνουν ίλιγγον
(ζάλην) και τότε πλέον τα πράγματα φαίνονται εις αυτούς ότι
περιφέρονται, και πραγματικώς περιφέρονται. Προφασίζονται λοιπόν
ότι δεν είναι αιτία αυτής της δοξασίας το εσωτερικόν των πάθος,
αλλά ότι τα ίδια τα πράγματα επλάσθησαν κατ' αυτόν τον τρόπον, να
μην είναι δηλαδή κανέν από αυτά μόνιμον ουδέ σταθερόν, αλλά να
ρέουν και να μεταφέρωνται και να είναι πάντοτε πλήρη μεταφοράς
και ανασχηματισμού. Αυτήν δε την σκέψιν μου την εφαρμόζω εις όλα
αυτά τα ονόματα, περί των οποίων τόρα ομιλούμεν.
Ερμογένης.
Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Σωκράτη;
Σωκράτης.
Ίσως δεν ενόησες καλά από όσα προ ολίγου είπαμεν, ότι τα ονόματά
των εφαρμόζονται ως εις πράγματα μεταφερόμενα και ρέοντα και
αναγεννώμενα.
Ερμογένης.
Ναι δεν το εσκέφθην τόσον καλά.
Σωκράτης.
Και όμως πρώτον αυτό το οποίον είπαμεν εις την αρχήν, ετέθη
εντελώς, διότι τα πράγματα είναι τοιαύτα.
Ερμογένης. Ποίον από αυτά;
Σωκράτης. Η φρόνησις, διότι είναι της &φοράς& (μεταφοράς) και του &ρου&(ρεύματος) &νόησις&. Είναι όμως δυνατόν να την θεωρήσωμεν &όνησιν& (ωφέλειαν) της &φοράς&, πάντοτε όμως αναφέρεται εις την μεταφοράν. Και αν αγαπάς, η &γνώμη& σημαίνει της &γεννήσεως νώμησιν&, δηλαδή σκέψιν, διότι το &νωμώ& και το &σκέπτομαι& είναι το ίδιον. Και πάλιν το ίδιον όνομα &νόησις& είναι του &νέου έσις& (έφεσις και επιθυμία). Το δε να είναι νέα τα όντα, σημαίνει ότι διαρκώς αναγεννώνται. Εκείνος λοιπόν ο οποίος έθεσε το όνομα &νεόεσιν& μας λέγει ότι αυτό ζητεί η ψυχή. Διότι τον παλαιόν καιρόν δεν ωνομάζετο &νόησις& αλλά αντί του η έπρεπε να προφέρωμεν δύο ε, δηλαδή &νεόεσις&. Η δε &σωφροσύνη& είναι σωτηρία αυτού, το οποίον εξητάσαμεν προηγουμένως, δηλαδή της &φρονήσεως&. Και η &επιστήμη& βεβαίως σημαίνει ότι, ενώ μεταφέρονται τα πράγματα, τα ακολουθεί η ψυχή, η οποία έχει αξίαν, και ούτε οπίσω μένει, ούτε προτρέχει, διά τούτο πρέπει να αφαιρέσωμεν το &ε& και να την ονομάζωμεν &πιστήμην& (πιστήν). Η δε &σύνεσις& είναι δυνατόν να θεωρηθή ως είδος &συλλογισμού&, και το &συνιέναι& λέγεται εντελώς με την σημασίαν του &επίσταμαι& (γνωρίζω), διότι και το &συνιέναι& σημαίνει ότι μαζί με τα πράγματα συμβαδίζει και η ψυχή. Έπειτα η &σοφία& σημαίνει ότι εφάπτεται (εγγίζει) την &φοράν& (την μετακίνησιν). Αυτό όμως το όνομα είναι ολίγον σκοτεινόν και ξενικόν. Και πρέπει να ενθυμηθή κανείς τους ποιητάς, οι οποίοι λέγουν συχνά &εσύθη&, περί εκείνου ο οποίος αρχίζει να προχωρή ταχέως. Ένας Λάκων μάλιστα από τους γνωστοτέρους έφερε το όνομα &Σους&, και τούτο εις την γλώσσαν των Λακεδαιμονίων σημαίνει την ταχείαν κίνησιν. Αυτής λοιπόν της κινήσεως &επαφήν& σημαίνει η &σοφία&, επειδή μεταφέρονται τα όντα. Και πάλιν όσον διά το &αγαθόν&, το όνομα τούτο ισοδυναμεί με το &αγαστόν& καθ' όλα. Διότι, αφού κινούνται τα όντα, έχουν και ταχύτητα και βραδύτητα. Όμως δεν είναι &αγαστόν& παν ό,τι είναι ταχύ, αλλά μερικά ταχέα μόνον. Λοιπόν εις το &αγαστόν& από τα &θοά& (ταχέα) ανήκει το όνομα αυτό, δηλαδή το &αγαθόν&.
Όσον δε διά την &δικαιοσύνην&, ότι αυτό το όνομα ετέθη διά την &σύνεσιν& του &δικαίου&, είναι εύκολον να το εύρη κανείς. Το ίδιον όμως το δίκαιον είναι δύσκολον, διότι εις ολίγα μεν σημεία συμφωνούν οι περισσότεροι, εις τα άλλα όμως διαφωνούν. Όσοι δηλαδή νομίζουν ότι το παν ευρίσκεται εις κίνησιν, το περισσότερον μέρος αυτού νομίζουν ότι δεν κάμνει άλλο τίποτε, παρά να προχωρή. Υπάρχει όμως κάτι τι το οποίον διαπερά ολόκληρον τούτο, και δι' αυτού γίνονται όλα τα γινόμενα, και αυτό είναι ταχύτατον και λεπτότατον. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να το διαπερά ολοτελώς το κινούμενον, εάν δεν ήτο λεπτότατον, ώστε κανέν άλλο να μη το εμποδίζη, και ταχύτατον, ώστε να μεταχειρίζεται τα άλλα ως ακίνητα. Επειδή λοιπόν διευθύνει όλα τα άλλα ως &διαϊόν& (διερχόμενον), ορθώς έλαβε το όνομα &δίκαιον&, και χάριν ευστομίας προσετέθη και η δύναμις του κάππα. Και έως εδώ μεν όλοι συμφωνούν, ότι αυτό είναι το δίκαιον. Εγώ όμως, καλέ Ερμογένη, επειδή είμαι απαιτητικός ως προς αυτό, εζήτησα μυστικά πληροφορίας δι' όλα αυτά, και έμαθα ότι αυτό το δίκαιον είναι και το αίτιον — αίτιον δε σημαίνει εκείνο το οποίον κάμνει να γίνωνται τα όντα — και είπε κάποιος, ότι είναι ορθόν να το ονομάζη κανείς Δία δι' αυτόν τον λόγον. Όταν όμως τους ερωτήσω πάλιν απαθώς, αν και ήκουσα όλα αυτά, τι είναι λοιπόν τέλος πάντων δίκαιον, καλέ μου φίλε, αφού αυτό είναι ορθόν; νομίζουν τότε πλέον ότι κάμνω υπερβολικάς ερωτήσεις και ότι παρά πολύ εξέρχομαι από τα όρια. Διότι λέγουν ότι αρκετάς πληροφορίας έλαβα, και διά να με χορτάσουν εντελώς, αρχίζουν να λέγουν ο καθείς τα ιδικά του και δεν συμφωνούν πλέον. Διότι ο ένας λέγει ότι δίκαιον είναι… ο ήλιος, διότι μόνον αυτός διαπερά &καίων& και διευθύνει τα όντα. Εάν δε πάλιν αυτό το ειπώ εις κανένα με χαράν, ως να είναι καμμία σπουδαία απάντησις, αυτός με περιγελά και με ερωτά, μήπως νομίζω ότι δεν μένει δίκαιον εις τους ανθρώπους, όταν πλέον δύση ο ήλιος. Και επειδή εγώ επιμόνως τον ερωτώ ποίαν γνώμην έχει ο ίδιος, μου λέγει το ίδιον το πυρ, τούτο όμως λέγει ότι δεν είναι εύκολον να το εννοήση κανείς. Άλλος πάλιν λέγει ότι δεν είναι το ίδιον το πυρ, αλλά μόνον η θερμότης η οποία υπάρχει μέσα εις το πυρ. Και άλλος πάλιν λέγει ότι όλα αυτά τα περιγελά, και ότι το δίκαιον είναι καθώς το λέγει ο Ανεξαγόρας, ότι δηλαδή είναι νους. Διότι λέγει ότι αυτός είναι κυρίαρχος και χωρίς να αναμιχθή με κανέν πράγμα, τακτοποιεί όλα τα πράγματα διαπερών αυτά. Τότε πλέον εγώ, φίλε μου, έρχομαι εις πολύ μεγαλητέραν απορίαν από ό,τι ήμην, πριν αρχίσω να μανθάνω περί του δικαίου, τι πράγμα είναι. Τέλος πάντων όσον δι' αυτό που εξετάζαμεν, το όνομα αυτό φαίνεται ότι δι' αυτούς τους λόγους είναι βαλμένον.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι αυτά σου τα είπε άλλος κανείς και
δεν τα λέγεις εκ του προχείρου.
Σωκράτης.
Το ίδιον φρονείς και διά τα προηγούμενα;
Ερμογένης.
Όχι τόσον.
Σωκράτης.
Άκουσε λοιπόν, διότι πιθανόν να σε απατήσω και εις τα κατόπιν,
ότι τα λέγω χωρίς να μου τα έχει είπη άλλος. Τι λοιπόν μένει
κατόπιν από την δικαιοσύνην; νομίζω ότι την &ανδρείαν& δεν την
εξετάσαμεν ακόμη, διότι όσον διά την &αδικίαν& είναι ευνόητον ότι
αυτή είναι πραγματικώς εμπόδιον εις εκείνο το οποίον διαπερά. Η
ανδρεία όμως έχει το όνομά της από την μάχην. Η δε μάχη εις το
ον, αφού ρέει, δεν είναι άλλο τίποτε, παρά η αντίθετος &ροή&. Εάν
λοιπόν αφαιρέση κανείς το δέλτα από το όνομα ανδρεία, τότε
σημαίνει καθαρώς το έργον τούτο η &ανρεία&. Βεβαίως όμως δεν
είναι ανδρεία η &εναντία ροή& εις οποιανδήποτε άλλην ροήν, αλλά
εις εκείνην η οποία ρέει παρά το δίκαιον, διότι δεν θα ήτο
αξιέπαινος τότε η ανδρεία. Ακόμη δε και το &άρρεν& και ο &ανήρ&
διά κάτι τι παρόμοιον με την &άνω ροήν& ωνομάσθησαν. Η δε &γυνή&
μου φαίνεται ότι ισοδυναμεί προς το &γονή&. Το δε &θήλυ& φαίνεται
ότι έλαβε το όνομα από την &θηλήν&. Η δε &θηλή&, καλέ Ερμογένη,
δεν σου φαίνεται ότι ωνομάσθη από το ότι κάμνει &θαλερά&, καθώς
όλα όσα ποτίζονται;
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Και όμως το ίδιον το &θάλλω& μου φαίνεται ότι εικονίζει την
αύξησιν των νεαρών πραγμάτων, διότι γίνεται ταχέως και αιφνιδίως.
Λοιπόν σχεδόν εμιμήθη τούτο με το όνομα, το οποίον το συνέθεσε
από το &θέω& (τρέχω) και &άλλομαι& (πηδώ). Αλλά βλέπω ότι δεν
προσέχεις πόσον εξέρχομαι από τον δρόμον μου, όταν επιτύχω
επίπεδον μέρος. Μας μένουν όμως ακόμη πολλά από εκείνα που
φαίνονται άξια μελέτης.
Ερμογένης.
Έχεις δίκαιον.
Σωκράτης.
Και έν από αυτά είναι και η &τέχνη&, που πρέπει να εξετάσωμεν τι
σημαίνει.
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτό άραγε δεν σημαίνει &έξιν& (συνήθειαν) &νου& με την
αφαίρεσιν του ταυ και προσθήκην του ο μεταξύ του χι και του νυ
και του ήτα (δηλαδή εχονόη);
Ερμογένης.
Ναι αλλά με μεγάλον εξευτελισμόν, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Ευλογημένε, δεν γνωρίζεις ότι όσα ονόματα ετέθησαν εις τας αρχάς
κατόπιν παρεμορφώθησαν από όσους ήθελαν να τα καταστήσουν
τραγικά, με την προσθήκην και αφαίρεσιν γραμμάτων, χάριν
ευστομίας και διότι τα περιστρέφουν από όλα τα μέρη εξ αιτίας του
καλλωπισμού και της πολυκαιρίας; Παραδείγματος χάριν εις το
&κάτοπτρον& δεν φρονείς ότι είναι άτοπον να προστεθή το ρω;
Νομίζω όμως ότι αυτά τα κάμνουν, όσοι διά μεν την αλήθειαν δεν
φροντίζουν διόλου, και μόνον το στόμα των διαπλάττουν, και αφού
προσθέσουν πολλά γράμματα εις τα πρώτα ονόματα, εις το τέλος τα
κάμνουν ώστε κανείς άνθρωπος απολύτως να μην εννοή τι σημαίνουν.
Καθώς και την σφίγγα την ονομάζουν &σφίγγα& αντί &φίγγα&, και
άλλα πολλά.
Ερμογένης.
Εις αυτά έχεις δίκαιον, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Εάν όμως πάλιν επιτρέψωμεν να προσθέτη και να αφαιρή ο καθείς
ό,τι θέλει εις τα ονόματα, τότε πλέον θα έχωμεν πολλήν ευκολίαν,
και είναι εύκολον οποιονδήποτε όνομα να προσαρμόσωμεν προς
οποιονδήποτε πράγμα.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Και βέβαια ορθά. Ώστε πρέπει, νομίζω, να προσέχης εις το ορθόν
μέτρον συ ο σοφός επιστάτης.
Ερμογένης. Είμαι πρόθυμος.
Σωκράτης. Και εγώ είμαι πρόθυμος, καλέ Ερμογένη. Λοιπόν αξιοθαύμαστε φίλε, μη λεπτολογείς πάρα πολύ, μήπως μου αφαιρέσης το θάρρος. Διότι τόρα φθάνω εις την κορυφήν των όσα είπα, αφού θα εξετάσωμεν ύστερα από την &τέχνην& την &μηχανήν&. Δηλαδή, η &μηχανή& μου φαίνεται ότι σημαίνει το &διανύω μακράν&, διότι μακράν σημαίνει το &μήκος&. Λοιπόν εκ των δύο τούτων συνετέθη το όνομα μηχανή, δηλαδή από το μήκος και &άνω& (διανύω). Ώστε καθώς είπα προ ολίγου, ας φθάσωμεν εις την κορυφήν των όσα είπαμεν. Δηλαδή πρέπει να εξετάσωμεν τι σημαίνουν τα ονόματα αρετή και κακία. Και λοιπόν το μεν πρώτον δεν το εννοώ καλώς, το δεύτερον όμως μου φαίνεται ότι είναι σαφέστατον. Διότι συμφωνεί με τα προηγούμενα, διότι, αφού κινούνται τα πράγματα, παν ό,τι κακώς κινείται (&ιόν&) θα είναι κακία. Τούτο δε το &κακώς ιέναι& (κακώς κινούνται), όταν είναι ιδιότης της ψυχής ως προς τα πράγματα, τότε αποτελεί ολόκληρον το όνομα της κακίας. Τι δε σημαίνει να κινήται κακώς, μου φαίνεται ότι το δεικνύει και το όνομα δειλία, το οποίον δεν το εξετάσαμεν, αλλά το υπερπηδήσαμεν, ενώ έπρεπε να το εξετάσωμεν κατόπιν της ανδρείας. Αλλά μου φαίνεται ότι υπερπηδήσαμεν και άλλα πολλά. Και λοιπόν η δειλία σημαίνει ότι είναι δεσμός της ψυχής ισχυρός, ώστε ο &δεσμός& ο &λίαν& και ο μέγιστος της ψυχής φαίνεται ότι είναι η δειλία. Και είναι κακόν, ως φαίνεται, καθώς και η απορία και παν ό,τι εμποδίζει ένα πράγμα να κινήται και να προχωρή. Αυτό λοιπόν φαίνεται ότι σημαίνει το να κινήται κακώς, δηλαδή αναχαιτιστικώς και εμποδιστικώς, το οποίον βέβαια όταν έχει η ψυχή, είναι γεμάτη από κακίαν. Αφού δε εις αυτά εφαρμόζεται το όνομα κακία, τότε η αρετή είναι το αντίθετον από αυτό, και σημαίνει πρώτον μεν ταχύτητα, έπειτα δε ότι είναι πάντοτε &λελυμένη& η &ροή& της αγαθής ψυχής, ώστε εκείνο το οποίον ρέει ακατασχέτως και άνευ εμποδίων, καθώς φαίνεται, έλαβε αυτό το όνομα. Και είναι μεν ορθόν να ονομασθή &αειρείτη&, και ίσως πάλιν &αιρετή& (προαιρετική), διότι αυτή η κατάστασις είναι προτιμοτέρα, όμως συνεχωνεύθη και έγινε &αρετή&. Και ίσως πάλιν ειπής ότι εγώ τα εφευρίσκω. Εγώ όμως σου λέγω ότι, αν το όνομα κακία, το οποίον εξετάσαμεν προηγουμένως, είναι ορθόν, τότε και τούτο το όνομα η &αρετή& είναι ορθόν.
Ερμογένης.
Το δε &κακόν& τέλος πάντων, το οποίον εξήγησε πολλά από τα
προηγούμενα, τι σημαίνει;
Σωκράτης.
Μα τον Δία κάτι τι παράδοξον κατά την γνώμην μου και δύσκολον διά
να το εννοήσωμεν. Φέρω λοιπόν και εις αυτό εκείνο το μηχάνημα.
Ερμογένης.
Ποίον μηχάνημα;
Σωκράτης.
Του να ειπώ ότι και αυτό είναι βαρβαρικόν.
Ερμογένης.
Και φαίνεται πραγματικώς ότι ομιλείς ορθά. Όμως, αν δέχεσαι, ας
τα αφήσωμεν αυτά και ας δοκιμάσωμεν να εννοήσωμεν πώς εδόθη
ευλόγως το όνομα εις το καλόν (ωραίον) και το αισχρόν (άσχημον).
Σωκράτης.
Όσον διά το αισχρόν ωρισμένως είναι εντελώς σαφής η έννοιά του,
διότι και αυτό συμφωνεί με τα προηγούμενα. Διότι εκείνο το οποίον
εμποδίζει και &ίσχει& να ρέουν τα όντα παντού, το θεωρεί
υβριστικόν εκείνος ο οποίος έθεσε τα ονόματα, και εδώ λοιπόν εις
το &αεί ίσχον& (πάντοτε εμποδίζον) τον &ρουν& έδωκε το όνομα
&αεισχορούν&. Σήμερον δε το συνεχώνευσαν και το λέγουν &αισχρόν&.
Ερμογένης.
Πώς όμως εξηγείς το &καλόν&;
Σωκράτης.
Τούτο είναι δυσκολώτερον να το εννοήσωμεν. Σού λέγω όμως, ότι
αυτό ίσως εσχηματίσθη μόνον διά της εκτάσεως το ο εις ου με
αλλαγήν τόνου (καλούν).
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Φαίνεται ότι τούτο το όνομα είναι ονομασία της διανοίας.
Ερμογένης.
Τι εννοείς;
Σωκράτης.
Πρόσεξε. Ποίον νομίζεις συ ότι είναι αιτία να λάβη όνομα έκαστον
από τα όντα; Άραγε όχι εκείνο το οποίον έθεσε τα ονόματα;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτό δεν είναι η διάνοια ή των θεών ή των ανθρώπων ή και
των δύο;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν και εκείνο το οποίον ονομάζει τα πράγματα, δηλαδή αρχαϊκώς
το &καλέσαν& και το &καλούν&, δεν είναι το ίδιον, δηλαδή διάνοια;
Ερμογένης.
Φαίνεται.
Σωκράτης.
Και πάλιν όσα εκτελέση ο νους και η διάνοια, δεν είναι επαινετά,
όσα δε δεν εκτελέση, &ψεκτά& (αξιοκατάκριτα);
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Και λοιπόν το ιατρικόν πράγμα δεν εκτελεί ιατρικά έργα και το
ξυλουργικόν ξυλουργικά; Ή πώς εννοείς συ;
Ερμογένης.
Καθώς το είπες.
Σωκράτης.
Και το καλόν επομένως δεν εκτελεί καλά;
Ερμογένης.
Πρέπει βέβαια να εκτελή.
Σωκράτης.
Και, καθώς είπαμεν, δεν είναι τούτο διάνοια;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Επομένως πολύ ορθά το όνομα &καλόν& (ωραίον) σημαίνει την
φρόνησιν, η οποία εκτελεί εκείνα τα οποία θεωρούμεν &καλά&
(ωραία) και τα ασπαζόμεθα.
Ερμογένης.
Έτσι μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν τι άλλο μας μένει να εξετάσωμεν από τα όμοια;
Ερμογένης.
Αυτά τα οποία αναφέρονται εις το &αγαθόν& και &καλόν&, δηλαδή τα
&συμφέροντα& και &λυσιτελή& και &ωφέλιμα& και &κερδαλέα&
και τα αντίθετα αυτών.
Σωκράτης.
Και λοιπόν όσον διά το &συμφέρον& και συ ακόμη ημπορείς να το
εύρης ανατρέχων εις τας προηγούμενας σκέψεις, διότι φαίνεται ότι
είναι όμοιον προς την επιστήμην. Δηλαδή δεν σημαίνει άλλο τίποτε,
παρά την κίνησιν της ψυχής μαζί με τα πράγματα (&άμα φοράν&), και
είναι ορθόν όσα εκτελούνται από αυτό να λέγωνται &συμφέροντα& και
&σύμφορα&, διότι &συμπεριφέρονται&. Το δε &κερδαλέον& ωνομάσθη
από το &κέρδος&. Το δε όνομα &κέρδος& σημαίνει εκείνο το οποίον
θέλει να σημαίνη, αν προσθέσωμεν εις αυτό νυ αντί του δέλτα,
διότι τότε αποτελεί άλλο όνομα του αγαθού. Δηλαδή επειδή
αναμιγνύεται εις όλα διαπερών αυτά, το έθεσε ο νομοθέτης, διά να
εκφράση αυτήν την δύναμίν του. Και προσθέσας το δ αντί του νυ το
ωνόμασε κέρδος.
Ερμογένης.
Το δε &λυσιτελούν& τι είναι;
Σωκράτης.
Φαίνεται, καλέ Ερμογένη, ότι το &λυσιτελούν& δεν το εννοεί καθώς
το μεταχειρίζονται οι κάπηλοι, όταν κανείς πληρώνη χρέος, αλλά
διότι είναι το ταχύτερον μέρος του όντος και δεν αφίνει τα
πράγματα να σταματήσουν, ουδέ να λάβη &τέλος& η κίνησις και να
σταθή και να παύση να κινήται. Αλλά πάντοτε &απολύει& το &τέλος&
αυτής, εάν τούτο δοκιμάση να πραγματοποιηθή, και καθιστά αυτήν
την κίνησιν αθάνατον. Δι' αυτόν τον λόγον μου φαίνεται ότι εις το
&αγαθόν& έδωκε και το όνομα &λυσιτελούν&. Δηλαδή ωνόμασε
&λυσιτελούν& εκείνο, το οποίον &λύει& το &τέλος& της κινήσεως. Το
δε όνομα &ωφέλιμον& είναι ξενικόν, και το μεταχειρίζεται και ο
Όμηρος εις πολλά μέρη, υπό τον τύπον &οφέλλειν&, το οποίον
σημαίνει &αύξω& (αυξάνω) και ποιώ.
Ερμογένης.
Και τόρα τα αντίθετα τούτων πώς εξηγούνται;
Σωκράτης.
Όσα από αυτά είναι αρνητικά, μου φαίνεται ότι δεν είναι ανάγκη να
τα εξετάσωμεν διόλου.
Ερμογένης.
Ποία εννοείς;
Σωκράτης.
Το &ασύμφορον& και το &ανωφελές& και το &αλυσιτελές& και το
&ακερδές&.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Αλλά μόνον το &βλαβερόν& και &ζημιώδες&.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και όσον μεν διά το &βλαβερόν&, εννοεί το &βλάπτον& τον &ρουν&,
το &βλάπτον& όμως πάλιν σημαίνει ότι &βούλεται& (θέλει) &άπτειν&
(να εφάπτεται). Και πάλιν το &άπτω& είναι το ίδιον με το δένω,
τούτο δε εις όλα τα ονόματα το κατακρίνει. Λοιπόν το &βουλόμενον
άπτειν ρουν& κυρίως μεν έπρεπε να ονομασθή &βουλαπτερούν&, όμως
χάριν κομψότητος μου φαίνεται ότι ωνομάσθη &βλαβερόν&.
Ερμογένης.
Πολύ μεταμορφώνεις, καλέ Σωκράτη, τα ονόματα. Και τόρα πάλιν μου
εφάνη ωσάν να εσφύριξες το προοίμιον του ύμνου της Αθηνάς, όταν
έλεγες αυτό το όνομα το βουλαπτερούν (8).
Σωκράτης.
Δεν πταίω εγώ, Ερμογένη μου, αλλά εκείνοι οι οποίοι έθεσαν τα
ονόματα.
Ερμογένης.
Αυτό είναι αληθές. Αλλά τόρα τι να σημαίνη το ζημιώδες;
Σωκράτης.
Τι να σημαίνη το ζημιώδες; Πρόσεξε, καλέ Ερμογένη, να ότι εγώ
λέγω την αλήθειαν, όταν λέγω ότι ενώ προσθέτουν και αφαιρούν
γράμματα μεταβάλλουν φοβερά την σημασίαν των ονομάτων, αφού
μάλιστα και με μικράν ακόμη μεταβολήν δίδουν εις αυτά την
αντίθετον σημασίαν. Τούτο συμβαίνει και εις το &δέον& (πρέπον).
Διότι και αυτό μου ήλθε εις τον νουν προ ολίγου, και από αυτό, το
οποίον επρόκειτο να σου ειπώ, ενθυμήθην ότι η νέα μας γλώσσα η
προκομμένη μετέτρεψε το &δέον& και το &ζημιώδες&, ώστε να
σημαίνουν όλως το εναντίον, διότι εξαφανίζει την σημασίαν των,
ενώ η αρχαία γλώσσα δεικνύει την αληθή σημασίαν των δύο αυτών
ονομάτων.
Ερμογένης.
Πώς το εννοείς αυτό;
Σωκράτης.
Εγώ θα σου το ειπώ. Γνωρίζεις ότι οι παλαιοί μας πρόγονοι πολύ
μεταχειρίζονται το ιώτα και το δέλτα, και προ πάντων αι γυναίκες,
αι οποίαι περισσότερον διατηρούν την αρχαίαν γλώσσαν. Τόρα όμως
αντί του ιώτα θέτουν έψιλον ή ήτα, αντί δε του δέλτα ζήτα, ως να
είναι μεγαλοπρεπέστερα.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Παραδείγματος χάριν οι μεν αρχαιότεροι ωνόμαζαν την ημέραν
&ιμέραν&, οι δε κατόπιν &εμέραν&, οι δε σημερινοί ημέραν (9)
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Εννόησες λοιπόν ότι μόνον το πρώτον όνομα δεικνύει τι εννοεί
εκείνος, ο οποίος έθεσε το όνομα; Δηλαδή διότι το φως ήρχετο
ευχάριστον εις τους ανθρώπους μετά το σκότος, δι' αυτό το
ωνόμασαν ιμέραν από το &ίμερος& (πόθος).
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται.
Σωκράτης.
Τόρα όμως με τον τραγικόν του τύπον δεν ημπορείς να εννοήσης τι
σημαίνει η &ημέρα&. Αν και μερικοί νομίζουν, ότι ωνομάσθη
&ημέρα&, διότι κάμνει ήμερα τα πράγματα.
Ερμογένης.
Συμφωνώ μαζί σου.
Σωκράτης.
Και το &ζυγόν& γνωρίζεις ότι οι αρχαιότεροι το έλεγαν &δυογόν&.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν το μεν &ζυγόν& τίποτε δεν εκφράζει, ενώ το &δυογόν&
ωνομάσθη πολύ ορθά, διότι τα &δύο& δένονται διά να σύρουν το
&αγώγιον&, αλλά τόρα έγινε &ζυγόν&. Και άλλα πολλά έπαθαν το
ίδιον.
Ερμογένης.
Πολύ πιθανόν.
Σωκράτης.
Λοιπόν συμφώνως προς τα ανωτέρω πρώτον μεν το &δέον& με αυτήν την
προφοράν σημαίνει το αντίθετον από όλα τα ονόματα, τα οποία
σημαίνουν το αγαθόν. Διότι ενώ το &δέον& φαίνεται ότι είναι είδος
&αγαθού&, τόρα αποδεικνύεται ότι είναι &δεσμός& και εμπόδιον της
κινήσεως, και ομοιάζει το &βλαβερόν&.
Ερμογένης.
Και βέβαια, καλέ Σωκράτη, αυτό αποδεικνύεται.
Σωκράτης.
Όχι όμως και όταν μεταχειρισθώμεν το αρχαίον όνομα, το οποίον
έχει περισσοτέρους λόγους να είναι βαλμένον ορθώς παρά το
σημερινόν. Και θα γίνη σύμφωνον με τα προηγούμενα αγαθά, εάν
θέσωμεν το ιώτα αντί του έψιλον, καθώς είναι το αρχαίον, διότι το
&Δίον&, και όχι το &δέον&, σημαίνει το αγαθόν, το οποίον επαινεί.
Και κατ' αυτόν τον τρόπον δεν ευρίσκεται εις αντίφασιν με τον
ίδιον εαυτόν του εκείνος, ο οποίος έθεσε τα ονόματα, αλλά
αποδεικνύεται έν και το αυτό πράγμα το &δέον& και το &ωφέλιμον&
και το &λυσιτελές& και το &κερδαλέον& και το &αγαθόν& και το
&συμφέρον& και το &εύπορον&, και όλα αυτά, με άλλο όνομα,
σημαίνουν εκείνο το οποίον τακτοποιεί και διατρέχει παντού και
επαινείται, ενώ εκείνο το οποίον εμποδίζει και δένει
κατακρίνεται. Και λοιπόν τόρα και το &ζημιώδες& εάν συμφώνως προς
την αρχαίαν γλώσσαν θέσωμεν αντί του ζήτα δέλτα, θα εννοήσης ότι
το όνομα ετέθη διά να σημαίνη εκείνο το οποίον &δει& (δεσμεύει)
το &ιόν& (κινούμενον), και ωνομάσθη κατ' αρχάς &δημιώδες&.
Ερμογένης.
Και τι λοιπόν σημαίνει η &ηδονή& και η &λύπη& και η &επιθυμία&
και τα όμοια, καλέ Σωκράτη;
Σωκράτης. Αυτά δεν μου φαίνονται πολύ δύσκολα, Ερμογένη μου, διότι, όσον διά την ηδονήν, μου φαίνεται ότι το όνομα αυτό το έλαβε η πράξις η οποία τείνει προς &όνησιν& (ωφέλειαν) — το δέλτα όμως είναι πρόσθετον, ώστε ονομάζεται &ηδονή& αντί να ονομάζεται &ηονή&. — Και πάλιν η &λύπη& φαίνεται ότι έλαβε το όνομα από την &διάλυσιν& του σώματος, η οποία συμβαίνει εις αυτό από τούτο το πάθημα. Και βεβαίως η &ανία& είναι το εμπόδιον της κινήσεως (ιέναι). Η &αλγηδών& όμως μου φαίνεται ξενικόν όνομα, και ωνομάσθη από το &αλγεινόν&. Η δε &οδύνη& από το &ενδύω& την &λυπών& φαίνεται ότι ωνομάσθη. Το δε όνομα &αχθηδών& και εις τον τυχόντα φαίνεται ότι παρωμοιάσθη προς το βάρος της μεταφοράς. Η &χαρά& πάλιν φαίνεται ότι ωνομάσθη από την &διάχυσιν& και &ευπορίαν& της &ροής& της ψυχής. Η δε &τέρψις& από το &τερπνόν&, και το &τερπνόν& πάλιν έλαβε κατά παρομοίωσιν το όνομα, διότι &έρπει& (εισδύει) ως &πνοή& εις την ψυχήν, και κυρίως μεν έπρεπε να ονομασθή &έρπνουν&, η πολυκαιρία όμως το μετέτρεψε εις &τερπνόν&. Διά το όνομα ευφροσύνη πάλιν είναι περιττόν να προσθέσωμεν το διατί, διότι και ο τυχών εννοεί ότι ορθώς έλαβε το όνομα τούτο από το ότι &ευ& (καλώς) &συμφέρεται& (συμβαδίζει) με τα πράγματα η ψυχή, και ήτο δίκαιον να λέγεται &ευφεροσύνη&, αλλά την λέγομεν &ευφροσύνην&. Και το όνομα &επιθυμία& όμως δεν είναι δύσκολον, διότι είναι φανερόν ότι το όνομα αυτό απεδόθη εις την δύναμιν η οποία προς τον &θυμόν& (ψυχήν) προχωρεί (&ιούσα&). Ο δε &θυμός& από την &θύσιν& δηλαδή την ζέσιν της ψυχής φαίνεται ότι έλαβε αυτό το όνομα. Αλλά και ο &ίμερος& έλαβε το όνομα με το ρω το οποίον περισσότερον παντός άλλου έλκει την ψυχήν. Δηλαδή επειδή κινούμενος (&ιέμενος) ρέει& και επιζητεί (&εφίεται&) τα πράγματα, και κατ' αυτόν τον τρόπον παρασύρει την ψυχήν εις την ορμήν (&έσιν&) της &ροής& του, δι' όλην αυτήν την δύναμιν ωνομάσθη &ίμερος&. Και ο &πόθος& όμως ορθώς ονομάζεται, διότι σημαίνει ότι δεν προέρχεται από το παρόν αλλά από αλλού &πουθενά&. Δι' αυτό ωνομάσθη και &πόθος&, αυτό το ίδιον, το οποίον όταν είναι παρόν ό,τι επιθυμούμεν, λέγεται &ίμερος&, όταν όμως είναι απόν, το ίδιον πράγμα λέγεται &πόθος&. Ο δε &έρως& ωνομάζετο τον παλαιόν καιρόν &έσρος& από το ρήμα &εσρεί&, διότι &εισρέει& έξωθεν και δεν είναι ατομική του αυτή η &ροή& εις τον έχοντα τον έρωτα — τότε δε η γλώσσα μετεχειρίζετο το όμικρον αντί του ωμέγα — τόρα δε ωνομάσθη έρως διά της μεταβολής του ο εις ω. Αλλά ποίον άλλο όνομα ακόμη θέλεις να εξετάσωμεν;
Ερμογένης. Η &δόξα& και τα όμοια πώς σου φαίνονται;
Σωκράτης.
Η &δόξα& βεβαίως ή ωνομάσθη από την καταδίωξιν (&δίωξιν&) την
οποίαν εκτελεί η ψυχή, όταν &επιδιώκη& να γνωρίση πώς είναι
πλασμένα τα πράγματα, ή από την &βολήν& του &τόξου&. Και φαίνεται
μάλλον από το δεύτερον τούτο. Τουλάχιστον η &οίησις& (δοξασία)
συμφωνεί με αυτό, διότι σημαίνει κίνησιν (&οίσιν&) της ψυχής προς
το πράγμα, καθώς και η &βουλή& σημαίνει κάπως την &βολήν& και το
&βούλομαι& σημαίνει &εφίεμαι& (επιθυμώ) και &βουλεύομαι&
(σκέπτομαι). Όλα αυτά φαίνονται ως ομοιώματα της &βολής& συμφώνως
με την &δόξαν&, καθώς πάλιν αντιθέτως η &αβουλία& φαίνεται ότι
είναι ατυχία, ως να μη &έβαλε&, δηλαδή να μην επέτυχε εκείνο εις
το οποίον εσημάδευε (&έβαλλε&) και το οποίον ήθελε (&εβούλετο&)
και το οποίον εσυλλογίζετο (&εβουλεύετο&) και το επεθύμει
(&εφίετο&).
Ερμογένης.
Αυτά πλέον μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι τα παρατάσσεις πολύ
πυκνά.
Σωκράτης.
Διότι τόρα πλέον είναι το τέλος και τω θεώ δόξα. Θέλω όμως ακόμη
να ερευνήσω την &ανάγκην& και το &εκούσιον&, διότι είναι συνέχεια
με τα προηγούμενα. Και λοιπόν το &εκούσιον& είναι εκείνο το
οποίον &υπείκει& (υποχωρεί) και δεν εναντιόνεται, αλλά καθώς είπα
υποχωρεί εις το κινούμενον (ιόν). Και ήτο πρέπον να ονομασθή με
το όνομα τούτο ό,τι γίνεται κατά βούλησιν, ενώ το &αναγκαίον& και
το &αντίτυπον& (αντίθετον), το οποίον γίνεται εναντίον της
θελήσεως, φαίνεται ότι ανήκει εις την αποτυχίαν και αμάθειαν και
παρομοιάζεται με πορείαν προς τα &άγκη& (χαράδρας), διότι είναι
δυσδιάβατα και ανώμαλα και πετρώδη και εμποδίζουν τον δρόμον.
Ίσως λοιπόν ωνομάσθη αναγκαίον, διότι παρωμοιάσθη προς διάβασιν
διά μέσου &άγκους&. Και εφ' όσον μας βοηθεί η δύναμις, ας μη την
αφήσωμεν. Όμως και συ μη την αφίνεις, αλλά ερώτα.
Ερμογένης.
Ερωτώ λοιπόν τα σπουδαιότερα και τα ωραιότερα, δηλαδή την
&αλήθειαν& και το &ψεύδος& και το &ον& και αυτό ακόμη περί του
οποίου ομιλούμεν, δηλαδή το &όνομα&, διά ποίον λόγον λέγεται
όνομα.
Σωκράτης.
Υπάρχει τι το οποίον ονομάζεις &μαίομαι& (μαιεύω);
Ερμογένης.
Μάλιστα, το να ζητώ να συλλάβω.
Σωκράτης.
Φαίνεται λοιπόν ότι είναι όνομα απαρτιζόμενον από ολόκληρον λόγον
ο οποίος λέγει ότι το όνομα είναι ον του οποίου, υπάρχει ζήτησις.
Τούτο δε είναι ευκολώτερον να το εννοήσης εις το &ονομαστόν&,
διότι εδώ πλέον λέγει καθαρά ότι τούτο είναι &ον ου μάσμα&
(ζήτησις) υπάρχει. Όσον δε διά το όνομα &αλήθεια&, και τούτο
ομοιάζει με τα άλλα, διότι φαίνεται ότι εκφράζεται με αυτήν την
λέξιν, δηλαδή την αλήθειαν, η θεία περιφορά του όντος, ότι δηλαδή
είναι &άλη& (ορμή) &θεία&. Το ψεύδος όμως είναι το αντίθετον της
κινήσεως, και ιδού πάλιν ότι κατακρίνεται το εμποδιζόμενον και
αναγκαζόμενον να ησυχάζη και παρομοιάζεται προς τα &καθεύδοντα&
(κοιμώμενα), επειδή όμως προσετέθη το ψ κρύπτει ολίγον την
σημασίαν αυτού του ονόματος. Το δε &ον& και η ουσία συμφωνούν με
το αληθές εάν προστεθή το ιώτα, διότι γίνεται &ιόν& (κινούμενον).
Τούτο φαίνεται και εις το &ουκ ον&, το οποίον μερικοί το
ονομάζουν &ουκί& (ουχί) &ον&.
Ερμογένης.
Αυτά μεν, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεται ότι τα εξήγησες με πολλήν
ικανότητα. Αν όμως σε ερωτήση κανείς δι' αυτό το &ιόν&
(κινούμενον) και το &ρέον& και το &δουν& (δένον), ποία είναι η
ορθότης αυτών των ονομάτων;
Σωκράτης.
Ερωτάς τι άραγε θα απαντήσωμεν εις αυτόν; δεν είναι έτσι;
Ερμογένης.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν προ ολίγου, επρομηθεύθημεν ένα πράγμα διά να φαινώμεθα
ότι λέγομεν κάτι τι, όταν αποκρινώμεθα.
Ερμογένης.
Ποίον δηλαδή;
Σωκράτης.
Ό,τι δεν γνωρίζομεν, να λέγωμεν ότι είναι βαρβαρικόν. Και
πραγματικώς είναι δυνατόν να είναι κάτι τοιούτον, αλλ' επίσης
είναι δυνατόν ένεκα της πολυκαιρίας να είναι ανεξερεύνητα τα
πρώτα ονόματα. Διότι, επειδή τα ονόματα μετατρέπονται καθ' όλους
τους τρόπους, δεν είναι διόλου παράδοξον, εάν η αρχαία γλώσσα
σχετικώς με την σημερινήν δεν έχει καμμίαν διαφοράν από την
βαρβαρικήν.
Ερμογένης.
Ομιλείς πολύ λογικά.
Σωκράτης.
Τουλάχιστον λέγω πράγματα ευλογοφανή. Μου φαίνεται όμως ότι δεν
επιδέχεται προφάσεις ο αγών, αλλά πρέπει να είμεθα πρόθυμοι να τα
ερευνήσωμεν αυτά. Πρέπει δε να λάβωμεν υπ' όψιν τα εξής· άραγε,
εάν κανείς μας ερωτά διαρκώς τας προτάσεις από τας οποίας
αποτελείται το όνομα, και έπειτα πάλιν τα ονόματα, με τα οποία
αποτελούνται εκείναι αι προτάσεις και δεν παύη να κάμνη αυτάς τας
ερωτήσεις, δεν θα αναγκασθή εις το τέλος να απαυδήση ο
αποκρινόμενος;
Ερμογένης.
Έτσι μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Πότε λοιπόν θα απέκαμνε δικαίως, και θα έπαυε; άραγε όχι όταν
έφθανε εις εκείνα τα ονόματα, τα οποία είναι στοιχεία των άλλων
ονομάτων και λόγων; διότι αυτά πλέον, αν πραγματικώς είναι
στοιχεία, δεν είναι δίκαιον να αποδειχθούν ότι αποτελούνται από
άλλα. Καθώς παραδείγματος χάριν προ ολίγου ελέγαμεν, ότι το
&αγαθόν& αποτελείται από το &αγαστόν& και &θοόν& (ταχύ). Και ίσως
πάλιν εύρωμεν ότι το &θοόν& αποτελείται από άλλα και εκείνα πάλιν
από άλλα. Όταν όμως εις το τέλος εύρωμεν εκείνο το οποίον δεν
αποτελείται από άλλα ονόματα, δικαίως θα ελέγαμεν ότι τόρα πλέον
έχομεν ενώπιόν μας στοιχείον, και ότι δεν πρέπει τούτο να το
παραμπέμπωμεν εις άλλα ονόματα.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται ότι λέγεις ορθά.
Σωκράτης.
Μήπως λοιπόν και αυτά τα ονόματα, διά τα οποία ερωτάς τόρα, είναι
στοιχεία και είναι ανάγκη με άλλον τρόπον να εξετάσωμεν ποία
είναι η ορθότης αυτών;
Ερμογένης.
Πολύ πιθανόν.
Σωκράτης.
Και βέβαια είναι πιθανόν, καλέ Ερμογένη, διότι όλα τα προηγούμενα
φαίνονται ότι ανέρχονται εις αυτά. Και αν αυτό είναι ορθόν, καθώς
μου φαίνεται ότι είναι, έλα πάλιν πρόσεχε μαζί μου, μήπως ειπώ
παραληρήματα εξετάζων ποία πρέπει να είναι η ορθότης των πρώτων
ονομάτων.
Ερμογένης.
Λέγε και μη σε μέλει, διότι εγώ θα προσέχω με όλας μου τας
δυνάμεις.
Σωκράτης.
Ότι βεβαίως μία είναι η ορθότης παντός ονόματος και πρώτου και
τελευταίου, και δεν έχουν καμμίαν διαφοράν μεταξύ των ως ονόματα,
νομίζω ότι και συ συμφωνείς.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και όμως η ορθότης των ονομάτων, τα οποία εξητάσαμεν
προηγουμένως, κυρίως εδείκνυε οποίον είναι έκαστον από τα όντα.
Ερμογένης.
Και βέβαια.
Σωκράτης.
Επομένως αυτήν την ιδιότητα πρέπει να την έχουν εξ ίσου και τα
πρώτα και τα τελευταία, αφού είναι ονόματα.
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Αλλά τα μεν τελευταία, καθώς φαίνεται, ήσαν ικανά εις τούτο διά
μέσου των πρώτων.
Ερμογένης.
Έτσι φαίνεται.
Σωκράτης.
Καλά. Τόρα όμως τα πρώτα, τα οποία δεν έχουν άλλα ως βάσιν, πώς
θα καταστήσουν εις ημάς όσον το δυνατόν περισσότερον ευνόητα τα
όντα, αφού πρόκειται να είναι ονόματα; Δηλαδή απάντησέ μου εις το
εξής: Εάν δεν είχαμεν φωνήν ουδέ γλώσσαν και όμως ηθέλαμεν να
εκφράσωμεν μεταξύ μας τα πράγματα άραγε δεν θα εδοκιμάζαμεν,
καθώς τόρα οι κωφάλαλοι, να εκφρασθώμεν με τας χείρας και με την
κεφαλήν και με το άλλο σώμα;
Ερμογένης.
Και βέβαια πώς αλλέως, καλέ Σωκράτη;
Σωκράτης.
Και νομίζω ότι εάν ηθέλαμεν να εκφράσωμεν το άνω και το ελαφρόν,
θα υψώναμεν την χείρα προς τον ουρανόν μιμούμενοι αυτήν την φύσιν
του πράγματος. Εάν δε πάλιν τα κάτω και βαρέα, θα εφέραμεν την
χείρα προς την γην. Και αν ηθέλαμεν να εκφράσωμεν ίππον τρέχοντα
ή κανέν άλλο ζώον, γνωρίζεις ότι θα εκάμναμεν χειρονομίας και
σχήματα με το σώμα μας, όσον το δυνατόν ομοιότατα προς εκείνα.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται ότι δεν ημπορεί παρά να είναι καθώς το λέγεις.
Σωκράτης.
Διότι νομίζω ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εσχηματίζετο σωματική
(σχηματική) γλώσσα, διότι το σώμα θα εμιμείτο εκείνο το οποίον
ήθελε να εκφράση.
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τόρα όμως αφού θέλομεν να εκφράσωμεν με την φωνήν και με την
γλώσσαν και με το στόμα, δεν σου φαίνεται ότι τότε μόνον θα είναι
έκφρασις το σχηματιζόμενον από αυτά, όταν μιμηθώμεν οποιονδήποτε
πράγμα με αυτά;
Ερμογένης.
Μου φαίνεται ότι είναι ανάγκη.
Σωκράτης.
Ώστε, καθώς φαίνεται, το όνομα είναι διά της φωνής μίμησις
εκείνου του πράγματος το οποίον απομιμείται. Και ονομάζει κανείς
όταν απομιμηθή με την φωνήν εκείνο το οποίον μιμείται.
Ερμογένης.
Πιστεύω.
Σωκράτης.
Εγώ όμως, μα τον Δία, ακόμη δεν πιστεύω ότι τα λέγομεν καλά.
Ερμογένης.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Εκείνοι οι οποίοι απομιμούνται την φωνήν των προβάτων και των
πετεινών και των άλλων ζώων, δεν θα αναγκασθώμεν να παραδεχθώμεν
ότι ονομάζουν αυτά τα οποία μιμούνται;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Σου φαίνεται λοιπόν αυτό ορθόν;
Ερμογένης.
Όχι σε βεβαιώ. Αλλά τότε πάλιν, καλέ Σωκράτη, τι είδους μίμησις
είναι το όνομα;
Σωκράτης.
Πρώτον νομίζω ότι δεν είναι μίμησις, καθώς όταν με την μουσικήν
μιμούμεθα τα πράγματα, μολονότι και τότε με την φωνήν βεβαίως τα
μιμούμεθα. Δεύτερον, όσα μιμείται η μουσική, αν τα μιμούμεθα και
ημείς, δεν μου φαίνεται ότι λέγομεν το όνομά των. Εννοώ δε το
εξής· υπάρχει εις έκαστον πράγμα ήχος και σχήμα, και χρώμα ακόμη
εις πολλά από αυτά;
Ερμογένης.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Ιδού λοιπόν ότι δεν είναι τέχνη ονομαστική το να μιμήται κανείς
αυτά, ουδέ να καταγίνεται εις τοιαύτας μιμήσεις. Διότι τούτο το
εκτελεί η μουσική και η ζωγραφική. Δεν είναι έτσι;
Ερμογένης.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και πώς σου φαίνεται το εξής; δεν σου φαίνεται ότι και την ουσίαν
του έχει έκαστον πράγμα καθώς έχει και το χρώμα και τα άλλα τα
οποία ελέγαμεν τελευταίως; Πρώτον το ίδιον το &χρώμα& και η
&φωνή& δεν έχει το καθέν κάποιαν ουσίαν καθώς και όλα τα άλλα
πράγματα, όσα ηξιώθησαν να έχουν την ιδιότητα της υπάρξεως;
Ερμογένης.
Μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Και λοιπόν; εάν ημπορέση κανείς να μιμηθή με τα γράμματα και τας
συλλαβάς την ιδίαν την ουσίαν, άραγε δεν θα εξέφραζε τι είναι
έκαστον; ή μήπως απατώμαι;
Ερμογένης.
Πολύ μάλιστα θα εξέφραζε.
Σωκράτης.
Και πώς θα ονομάσης εκείνον ο οποίος έχει αυτήν την ικανότητα,
καθώς από τους προηγουμένους τον ένα τον ωνόμασες μουσικόν και
τον άλλον ζωγραφικόν; Αυτόν πώς θα τον ονομάσης;
Ερμογένης.
Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι αυτό είναι εκείνο το οποίον
ζητούμεν να εύρωμεν εδώ και τόσην ώραν, δηλαδή ότι αυτός είναι ο
ονομαστικός.
Σωκράτης.
Αφού λοιπόν τούτο είναι αληθές, τόρα νομίζω ότι πρέπει να
εξετάσωμεν εκείνα τα ονόματα διά τα οποία συ ερώτησες, δηλαδή
την ροήν και την κίνησιν και την στάσιν, αν με τα γράμματα και
τας συλλαβάς πλησιάζουν τα ιδικά των όντα, ώστε να μιμούνται την
ουσίαν των, ή όχι;
Ερμογένης.
Πολύ ορθά.
Σωκράτης.
Λοιπόν ας εξετάσωμεν μήπως άραγε μόνον αυτά είναι από τα πρώτα
ονόματα ή και άλλα πολλά.
Ερμογένης.
Εγώ νομίζω ότι υπάρχουν και άλλα πολλά.
Σωκράτης.
Βέβαια είναι λογικόν να υπάρχουν. Αλλά πώς πρέπει να τα
διακρίνωμεν, όχι άραγε καθώς αρχίζει την μίμησιν ο μιμούμενος;
Επομένως αφού η μίμησις της ουσίας γίνεται με συλλαβάς και με
γράμματα, δεν είναι ορθότερον πρώτον να διακρίνωμεν τα στοιχεία;
Καθώς οι καταγινόμενοι εις τους ρυθμούς πρώτον διέκριναν τας
δυνάμεις των στοιχείων, έπειτα δε των συλλαβών και τότε πλέον
έρχονται να εξετάσουν τους ρυθμούς, όχι όμως προηγουμένως;
Ερμογένης. Μάλιστα.
Σωκράτης. Επομένως και ημείς ομοίως πρέπει πρώτον μεν να διακρίνωμεν τα φωνήεντα, έπειτα από τα άλλα να διακρίνωμεν τα &άφωνα& και τα &άφθογγα& (ημίφωνα) — διότι ούτω πως τα ονομάζουν όσοι είναι έμπειροι εις τα τοιαύτα — και πάλιν όσα δεν είναι φωνήεντα ούτε όμως &άφθογγα& (ημίφωνα). Και πάλιν από τα ίδια τα φωνήεντα πόσα είδη υπάρχουν. Και αφού διακρίνωμεν όλα καλώς, τότε πάλιν πρέπει να εξετάσωμεν τα όντα, εις τα οποία πρόκειται να δώσωμεν ονόματα, αν υπάρχουν μερικά εις τα οποία υπάγονται όλα, καθώς είναι τα στοιχεία. Από τα οποία είναι δυνατόν να παρατηρήσωμεν και τα ίδια τα όντα, και αν διαιρούνται εις είδη, καθώς τα στοιχεία. Όλα αυτά αφού τα ερευνήσωμεν καλώς, να προσθέτωμεν επιστημονικώς έκαστον στοιχείον αναλόγως της ομοιότητος, είτε έν μόνον στοιχείον εις έν ον, είτε και αναμιγνύοντες πολλά στοιχεία εις έν ον. Καθώς και οι ζωγράφοι θέλοντες να κατασκευάσουν εικόνα, κάποτε θέτουν μόνον το κόκινον, και κάποτε άλλο οποιονδήποτε χρώμα, πολλάκις όμως αναμιγνύουν πολλά χρώματα, καθώς παραδείγματος χάριν όταν κατασκευάζουν προσωπογραφίαν ή άλλο τίποτε παρόμοιον, αναλόγως, νομίζω, της ανάγκης την οποίαν έχει η εικών από έκαστον χρώμα. Ομοίως λοιπόν και ημείς θα επιθέσωμεν τα στοιχεία εις τα πράγματα, είτε έν εις έν, ό,τι νομίσωμεν ότι χρειάζεται, είτε πολλά ομού και θα κατασκευάσωμεν αυτά τα οποία λέγονται συλλαβαί, και πάλιν θα ενώσωμεν τας συλλαβάς, από τας οποίας σχηματίζονται και τα ονόματα και τα ρήματα. Και πάλιν από τα ονόματα και τα ρήματα θα αποτελέσωμεν πλέον κάτι τι μέγα και ωραίον και ακέραιον, καθώς εκεί διά της ζωγραφικής το ζωντανόν, ομοίως εδώ τον λόγον διά της &ονομαστικής& ή &ρητορικής&, ή οποιαδήποτε είναι αυτή η τέχνη. Ή καλλίτερον όχι ημείς, αλλά απλώς παρεσύρθην από τους λόγους. Διότι τα κατεσκεύασαν, όπως είναι κατασκευασμένα, οι παλαιοί. Εμείς δε πρέπει αν θέλωμεν να τα εννοήσωμεν τεχνικώς, αφού τα διακρίνομεν κατ' αυτόν τον τρόπον, να τα εξετάσωμεν αν είναι τεθειμένα ορθώς και τα πρώτα (πρωτότυπα) και τα τελευταία (παράγωγα) ή μήπως δεν είναι. Αλλέως όμως να τα συγχωνεύωμεν, ίσως είναι κακόν και όχι μεθοδικόν, αγαπητέ μου Ερμογένη.
Ερμογένης. Ίσως μα τον Δία, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Και λοιπόν; Συ βασίζεσαι εις τον εαυτόν σου ότι είσαι ικανός να
τα διακρίνης κατ' αυτόν τον τρόπον; Διότι όσον δι' εμέ εγώ δεν
είμαι ικανός.
Ερμογένης.
Τότε πολύ περισσότερον εγώ δεν είμαι ικανός.
Σωκράτης.
Λοιπόν θέλεις να τα αφήσωμεν ή να δοκιμάσωμεν όσον μας είναι
δυνατόν, έστω και αν κατορθώσωμεν ολίγον μόνον να τα εννοήσωμεν.
Και καθώς εδηλώσαμεν εις τους θεούς ολίγον προηγουμένως, ότι
ημείς δεν γνωρίζομεν την αλήθειαν περί αυτών των ιδίων και μόνον
τας δοξασίας των ανθρώπων τας οποίας έχουν περί θεών ερευνώμεν,
ομοίως και τόρα πριν αποχωρισθώμεν πρέπει να μείνωμεν σύμφωνοι
μεταξύ μας, ότι εάν επρόκειτο να τα διαιρέση σκοπίμως αυτά είτε
άλλος κανείς είτε ημείς, αυτή η διαίρεσις την οποίαν είπαμεν
είναι ορθή, και ότι προς το παρόν πρέπει να καταγίνωμεν εις αυτά
κατά τας δυνάμεις μας, καθώς λέγει η παροιμία. Παραδέχεσαι αυτά,
ή έχεις άλλην γνώμην;
Ερμογένης. Βεβαίως τα παραδέχομαι.
Σωκράτης. Ομολογώ, Ερμογένη μου, ότι ίσως θα μας φανούν γελοία τα πράγματα, όταν αποδειχθούν ότι είναι διά μιμήσεως, αποτυπωμένα εις γράμματα και συλλαβάς, είναι όμως ανάγκη να γίνη αυτό. Διότι δεν έχομεν άλλο καλλίτερον εις το οποίον να παραπέμψωμεν την έρευναν περί της αληθείας των πρώτων ονομάτων. Εκτός εάν θέλεις, καθώς οι δραματογράφοι οι οποίοι, όταν ευρεθούν εις απορίαν, καταφεύγουν εις τας μηχανάς και αναβιβάζουν θεούς, το ίδιον και ημείς προς ευκολίαν μας να ειπούμεν ότι τα πρώτα ονόματα τα έθεσαν οι θεοί και διά τούτο είναι ορθά. Άραγε αυτός ο λόγος είναι προτιμότερος και εις ημάς; ή ο άλλος εκείνος, ότι δηλαδή αυτά τα ονόματα μας ήλθαν από κάποιους βαρβάρους, και ότι οι βάρβαροι είναι αρχαιότεροι από ημάς; ή ότι ένεκα της πολυκαιρίας είναι αδύνατον να τα ερευνήσωμεν, καθώς και τα βαρβαρικά; Διότι αυταί πάλιν αι υπεκφυγαί είναι πολύ επιτυχημέναι δι' εκείνον, ο οποίος αποφεύγει να δώση λόγον περί των πρώτων ονομάτων, πώς είναι ορθώς βαλμένα. Και όμως αν κανείς δεν γνωρίζη την ορθότητα των πρώτων ονομάτων, είναι βεβαίως αδύνατον να γνωρίση την ορθότητα των τελευταίων, τα οποία κατ' ανάγκην εξηγούνται από εκείνα και περί των οποίων δεν γνωρίζει τίποτε. Επομένως είναι προφανές ότι όστις διισχυρίζεται ότι είναι ειδικός εις τα ονόματα, πρέπει προ πάντων να δύναται να εξηγήση τα πρώτα ονόματα με πολλήν σαφήνειαν, άλλως να είναι βέβαιος ότι διά τα τελευταία (παράγωγα) θα λέγη πλέον φλυαρίας. Ή μήπως συ έχεις άλλην γνώμην;
Ερμογένης. Διόλου, καλέ Σωκράτη, δεν έχω άλλην γνώμην.
Σωκράτης.
Και τόρα εξ όσων εννόησα εγώ περί των πρώτων ονομάτων, μου
φαίνονται πολύ υβριστικά και γελοία. Αυτά λοιπόν, εάν αγαπάς, θα
τα μεταδώσω και εις εσέ. Συ όμως αν δύνασαι να συλλάβης κάτι
ορθότερον από άλλο μέρος, προσπάθησε να το μεταδώσης και εις εμέ.
Ερμογένης. Αυτό θα γίνη. Αλλά λέγε με θάρρος.
Σωκράτης. Και πρώτον λοιπόν το ρω μου φαίνεται ότι είναι όργανον πάσης &κινήσεως&, περί της οποίας ελησμονήσαμεν να είπωμεν διατί φέρει αυτό το όνομα. Όμως είναι προφανές ότι έπρεπε να είναι &ίεσις&, διότι η αρχαιοτέρα γλώσσα δεν μετεχειρίζετο ήτα αλλά έψιλον. Το δε αρχικόν κάππα προέρχεται από το &κίω&, το οποίον είναι ξενικόν και σημαίνει πορεύομαι (&ιέναι&). Εάν λοιπόν συνέβαινε να απαντά το αρχαίον αυτής όνομα εις την ιδικήν μας γλώσσαν, κατά πάσαν πιθανότητα θα ήτο ορθόν να λέγεται &ίεσις&. Αλλά τόρα και από το ξενικόν &κίω&, και από την μετατροπήν του ήτα, και από την παρεμβολήν του νυ, ωνομάσθη &κίνησις&, ενώ έπρεπε να ονομασθή &κιείνησις&, ή &είσις&. Η &στάσις& όμως είναι κυρίως άρνησις της κινήσεως και έγινε &στάσις& χάριν κομψότητος. Λοιπόν, επαναλαμβάνω, το στοιχείον ρω ενομίσθη από εκείνον ο οποίος έθεσε τα ονόματα, ότι είναι κατάλληλον όργανον της κινήσεως διά να τα παρομοιάζη προς την &φοράν& (ορμήν). Και απόδειξις είναι ότι το μεταχειρίζεται συχνά προς τούτο. Και πρώτον εις το ίδιον το &ρέω& και την &ροήν& με αυτό το γράμμα απομιμείται την ορμήν, έπειτα εις τον &τρόμον&, κατόπιν εις το &τραχύ& και ακόμη εις παρόμοια ρήματα, καθώς το &κρούω, θραύω, ερείκω& (κοπανίζω) &θρύπτω& (κάμνω θρύμματα), &κερματίζω, ρυμβώ& (στρυφογυρίζω). Όλα αυτά κυρίως με το ρ απομιμούνται τα όντα. Διότι, νομίζω, έβλεπε ότι η γλώσσα εις αυτό το στοιχείον, διόλου δεν μένει στάσιμος, αλλά σείεται υπερβολικά. Δι' αυτό μου φαίνεται ότι μετεχειρίσθη αυτό τόσον πολύ εις αυτά. Το δε ιώτα πάλιν είναι κατάλληλον εις όλα τα λεπτά, τα οποία είναι πολύ επιτήδεια να διαπερνούν τα πάντα. Δι' αυτόν τον λόγον το &ιέναι& (πορεύομαι) και το &ίεσθαι& (ρίπτομαι) το απεμιμήθη με το ιώτα. Καθώς πάλιν επειδή το φι και το ψι και το σίγμα και το ζήτα είναι φυσητικά γράμματα, απεμιμήθη με αυτά όλα τα παρόμοια, καθώς το &ψυχρόν& και το &ζέον& (ζεματιστόν) και το &σείω& και εν γένει τον &σεισμόν&. Και βεβαίως οσάκις απομιμείται το &φύσημα&, τότε ως επί το πλείστον αυτά τα γράμματα μεταχειρίζεται εκείνος ο οποίος έθεσε τα ονόματα. Και πάλιν την συμπιεστικήν δύναμιν του δέλτα (προφερομένου ως d) και του ταυ και την απόκρουσιν της γλώσσης, φαίνεται ότι την ενόμισε χρήσιμον διά την απομίμησιν του &δεσμού& και της &στάσεως&. Και εννοήσας καλώς ότι πάρα πολύ &ολισθαίνει& (γλυστρά) η γλώσσα εις το λάβδα, ωνόμασε κατά παρομοίωσιν τα &λεία& και αυτό το ίδιον το &ολισθαίνω& και το &λιπαρόν& (παχύ) και το &κολλώδες& και όλα τα όμοια. Και επειδή όταν ολισθαίνει η γλώσσα, την συγκρατεί η δύναμις του γάμμα, με αυτό απεμιμήθη το &γλίστρον& και το &γλυκύ& και το &γλοιώδες&. Και πάλιν επειδή εννόησε ότι είναι εσωτερική η φωνή του νυ, ωνόμασε από αυτό το &ένδον& και το &εντός&, διότι απομιμείται με τα γράμματα τας πράξεις. Έπειτα πάλιν εις το &μέγας& έθεσε το άλφα και εις το &μήκος& το ήτα (=ε ε), διότι αυτά τα γράμματα είναι μεγάλα. Εις δε το &γογγύλον& (ολοστρόγγυλον) επειδή εχρειάζετο το όμικρον ως εκφραστικόν της στρογγυλότητος, το μετεχειρίσθη εις ολόκληρον σχεδόν το όνομα (10). Ομοίως και εις όλα τα άλλα φαίνεται ότι προχωρεί ο νομοθέτης και κατασκευάζει με τα γράμματα και τας συλλαβάς ένα όνομα δι' έκαστον ον, ως γνώρισμα αυτού, και από αυτά πλέον διά της συνθέσεως απομιμείται τα άλλα. Αυτή μου φαίνεται, Ερμογένη μου, ότι είναι κυρίως η ορθότης των ονομάτων, εκτός εάν λέγη άλλο τίποτε ο Κρατύλος απ' εδώ.
Ερμογένης.
Και πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, πολύ συχνά ο Κρατύλος με φέρει εις
δυσκολίαν, καθώς είπα εις την αρχήν, διότι διισχυρίζεται μεν ότι
υπάρχει ορθότης των ονομάτων, δεν λέγει όμως σαφώς ποία είναι
αυτή, ώστε εγώ δεν δύναμαι να γνωρίζω, άραγε εν γνώσει του ή
χωρίς να θέλη ομιλεί τόσον ασαφώς περί αυτών πάντοτε. Τόρα λοιπόν
κύριε Κρατύλε, ειπέ εμπρός εις τον Σωκράτη, άραγε επιδοκιμάζεις
όσα λέγει ο Σωκράτης περί των ονομάτων, ή έχεις να ειπής τίποτε
καλλίτερον; και αν έχης λέγε, ώστε ή να σε διδάξη ο Σωκράτης ή συ
να διδάξης ημάς και τους δύο.
Κρατύλος.
Δεν μου λέγεις, καλέ Ερμογένη, μήπως νομίζεις ότι είναι εύκολον,
τόσον ταχέως να διδαχθής και να διδάξης οποιονδήποτε πράγμα, πολύ
δε περισσότερον εκείνο το οποίον φαίνεται ότι είναι από τα
μεγαλείτερα;
Ερμογένης.
Μα τον Δία εγώ δεν το νομίζω αυτό. Μου φαίνεται όμως ότι είναι
ορθόν εκείνο το οποίον λέγει η παροιμία: φασούλι στο φασούλι
γεμίζει το σακούλι. Ώστε και ελάχιστον αν ημπορείς να μας
ωφελήσης μη αποκάμνεις αλλ' ευεργέτησε και τον Σωκράτη απ' εδώ
και εμέ, καθώς είναι δίκαιον.
Σωκράτης.
Και σε βεβαιώ, Κρατύλε μου, ότι και εγώ ο ίδιος εις τίποτε δεν
επιμένω από όσα είπα, καθώς μου εφάνησαν τότε. Εγώ απλώς ηρεύνησα
μαζί με τον Ερμογένην, ώστε ως προς αυτό με θάρρος λέγε, εάν έχης
να ειπής τίποτε καλλίτερον, και γνώριζε ότι εγώ θα το παραδεχθώ.
Και δεν μου φαίνεται δύσκολον να είσαι συ εις θέσιν να ειπής
τίποτε καλλίτερον από αυτά, διότι μου φαίνεται ότι και συ ο ίδιος
εσκέφθης τα τοιαύτα και από άλλους εδιδάχθης. Εάν λοιπόν γνωρίζης
τίποτε καλλίτερον θεώρησε και εμέ ένα από τους μαθητάς σου εις το
περί ορθότητος των ονομάτων.
Κρατύλος.
Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, καθώς είπες, και εφρόντισα έως τόρα
δι' αυτά και ίσως να σε κάμω μαθητήν μου. Όμως φοβούμαι μήπως
συμβαίνει όλως το αντίθετον από αυτό, διότι κάπως έρχεται εις τον
νουν μου να σου ειπώ εκείνο το οποίον λέγει ο Αχιλλεύς προς τον
Αίαντα εις τα I της Ίλιάδος. Λέγει δε:
«Αίαντα Τελαμώνιε μεγάλε στρατηλάτη, »εγλύκαναν το στήθος μου τα λόγια σου, σπολλάτη».
Το ίδιον και συ, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεσαι ότι προφητεύεις σχεδόν με την γνώμην μου, αδιάφορον αν σε ενέπνευσε ο Ευθύφρων, ή αν υπήρχε προ καιρού εντός σου καμμία άλλη μούσα χωρίς να φαίνεται.
Σωκράτης.
Αγαπητέ μου Κρατύλε, και εγώ ο ίδιος τόσην ώρα απορώ με την
σοφίαν μου και δυσπιστώ. Δι' αυτό μου φαίνεται ότι πρέπει να
εξετάσωμεν εξ αρχής πάλιν, τι είναι αυτά τα οποία είπα. Διότι το
να απατά κανείς ο ίδιος τον εαυτόν του, είναι το χειρότερον
πράγμα. Και πραγματικώς όταν δεν σε αφίνει ποτέ, αλλά είναι
πάντοτε εμπρός σου εκείνος ο οποίος θέλει να σε εξαπατά, πώς δεν
είναι τρομερόν πράγμα; Ώστε, καθώς φαίνεται, πρέπει συχνά να
επιστρέφωμεν εις τα προηγούμενα και να δοκιμάσωμεν, να βλέπωμεν
συγχρόνως εμπρός και οπίσω, καθώς λέγει εκείνος ο ίδιος ποιητής.
Λοιπόν και ημείς τόρα ας εξετάσωμεν, τι είπαμεν. Λέγομεν ότι
ορθότης του ονόματος είναι εκείνη, η οποία θα μας δείξη ποίου
είδους είναι το πράγμα. Θέλεις να δεχθώμεν ότι αυτό είναι ορθόν;
Κρατύλος.
Εις εμέ φαίνεται πολύ ορθόν, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Ώστε χάριν διδασκαλίας λέγονται τα ονόματα;
Κρατύλος.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Λοιπόν και αυτήν δεν θα την θεωρήσωμεν ως τέχνην και ότι υπάρχουν
και τεχνίται δι' αυτήν;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Ποίοι;
Κρατύλος.
Εκείνοι τους οποίους έλεγες συ εις την αρχήν, δηλαδή οι
νομοθέται.
Σωκράτης.
Θέλεις να παραδεχθώμεν ότι και αυτή είναι διά τους ανθρώπους,
καθώς όλαι αι άλλαι τέχναι, ή όχι: Εννοώ δε το εξής: Από τους
ζωγράφους δεν είναι άλλοι χειρότεροι και άλλοι καλλίτεροι;
Κρατύλος.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Και λοιπόν οι μεν καλλίτεροι δεν κατασκευάζουν τα έργα των,
δηλαδή τας εικόνας, καλλίτερα, οι δε άλλοι κατώτερα; Και οι
κτίσται κατά τον ίδιον τρόπον δεν κατασκευάζουν άλλοι μεν
καλλιτέρας τας οικίας, άλλοι δε χειροτέρας;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν και από τους νομοθέτας δεν παρουσιάζουν άλλοι μεν
καλλίτερα τα έργα των, άλλοι δε ασχημότερα;
Κρατύλος.
Αυτό δεν το ενόησα ακόμη.
Σωκράτης.
Δηλαδή δεν φρονείς ότι από τους νόμους άλλοι είναι καλλίτεροι και
άλλοι κατώτεροι;
Κρατύλος.
Όχι σε βεβαιώ.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ουδέ από τα ονόματα σου φαίνονται ότι άλλα μεν
ετέθησαν ολιγώτερον ορθώς, άλλα δε περισσότερον;
Κρατύλος.
Όχι είπα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν όλα τα ονόματα ορθώς είναι τεθειμένα;
Κρατύλος.
Ναι, αλλά όσα είναι πραγματικώς ονόματα.
Σωκράτης.
Πώς δηλαδή; καθώς και προ ολίγου ελέχθη, θα δεχθώμεν ότι απ' εδώ
ο Ερμογένης δεν έχει καν αυτό το όνομα, αφού δεν έχει καμμίαν
συγγένειαν με τον Ερμήν, ή ότι το έχει, όχι όμως ορθώς;
Κρατύλος.
Εγώ νομίζω, καλέ Σωκράτη, ότι ουδέ το έχει αλλά νομίζεται ότι το
έχει, το όνομα όμως τούτο ανήκει εις άλλον, ο οποίος έχει και την
φύσιν η οποία εκφράζεται με το όνομα αυτό.
Σωκράτης.
Άραγε ουδέ ψεύδεται, όταν κανείς λέγη ότι αυτός είναι ο
Ερμογένης; Δηλαδή μήπως ακόμη είναι αδύνατον και να τον ειπή το
στόμα μας Ερμογένη, αφού δεν είναι;
Κρατύλος.
Πώς εννοείς;
Σωκράτης.
Μήπως δηλαδή θέλεις να ειπής κυρίως ότι το να λέγομεν ψευδείς
λόγους είναι κατ' αρχήν αδύνατον; Διότι τούτο το διισχυρίζονται
πολλοί, αγαπητέ μου Κρατύλε, και τόρα και άλλοτε.
Κρατύλος.
Και βέβαια διότι, καλέ Σωκράτη, πώς είναι δυνατόν όταν κανείς
λέγη αυτό το οποίον λέγει, να μη λέγη το πραγματικόν; Ή μήπως δεν
θεωρείς ψευδείς λόγους, το να μη λέγη κανείς το πραγματικόν;
Σωκράτης.
Ομολογώ ότι ομιλείς κομψότερα από ότι συμβιβάζεται με εμέ και με
την ηλικίαν μου, καλέ μου φίλε. Όμως απάντησέ μου εις τούτο
μόνον. Άραγε μήπως νομίζεις ότι είναι αδύνατον μόνον το να
λέγωμεν ψευδείς λόγους, όχι όμως και το να εκφράζωμεν αυτούς;
Κρατύλος.
Ούτε να εκφράζωμεν.
Σωκράτης.
Ούτε να απαγγέλλωμεν ούτε να προσφωνούμεν; Παραδείγματος χάριν
εάν σε συναντήση κανείς εις ξένην χώραν και σου πιάση το χέρι και
σου ειπή: Χαίρε, ξένε Αθηναίε, υιέ του Σμικρίωνος Ερμογένη. Τότε
φρονείς ότι αυτός μόνον εις σε δεν ημπορεί να τα ειπή αυτά, ή να
τα εκφράση, ή να τα απαγγείλη, ή να τα προσφωνήση, ημπορεί όμως
εις τον Ερμογένη, απ' εδώ, ή εις κανένα απολύτως;
Κρατύλος.
Εγώ νομίζω, Σωκράτη μου, ότι αυτός φωνάζει απλώς.
Σωκράτης.
Αρκεί και τούτο. Αλλά πώς εννοείς; την αλήθειαν θα φωνάξη αυτός
που φωνάζει αυτά, ή ψέμματα: Ή μήπως ένα μεν μέρος είναι αληθές,
το άλλο όμως ψευδές; Διότι και τούτο ακόμη θα ήτο αρκετόν.
Κρατύλος.
Εγώ φρονώ ότι αυτός απλώς θορυβεί, εις μάτην θέτων εις κίνησιν
τον εαυτόν του, ως να εκτύπα και έθετε εις κίνησιν ένα χάλκινον
αγγείον.
Σωκράτης.
Ειπέ μου τόρα, καλέ Κρατύλε, ίσως και φθάσωμεν εις ένα
συμβιβασμόν. Άραγε δεν νομίζεις ότι άλλο είναι το όνομα και άλλο
το πράγμα το οποίον φέρει αυτό το όνομα;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν δεν παραδέχεσαι ότι το όνομα είναι απομίμησις του
πράγματος;
Κρατύλος.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Αλλά και τα ζωγραφήματα δεν φρονείς ότι είναι ενός είδους
απομιμήσεις των πραγμάτων;
Κρατύλος.
Βέβαια.
Σωκράτης.
Ειπέ μου λοιπόν — διότι πιθανόν εγώ να μην εννοώ αυτά τα οποία
λέγεις, ενώ ίσως συ τα λέγεις ορθώς — είναι δυνατόν να μοιράσωμεν
και να αποδώσωμεν αυτάς τας δύο απομιμήσεις, δηλαδή τα
ζωγραφήματα και τα ονόματα εις τα πράγματα, τα οποία
απεικονίζουν, ή όχι;
Κρατύλος.
Είναι δυνατόν.
Σωκράτης.
Πρώτον λοιπόν πρόσεξε εις το εξής: Άραγε ημπορεί κανείς να
αποδώση την εικόνα του ανδρός εις τον άνδρα και της γυναικός εις
την γυναίκα, και ούτω καθ' εξής;
Κρατύλος.
Πολύ μάλιστα.
Σωκράτης.
Και πάλιν δεν ημπορεί αντιστρόφως να αποδώση την εικόνα του
ανδρός εις την γυναίκα και την εικόνα της γυναικός εις τον άνδρα;
Κρατύλος.
Γίνεται και αυτό.
Σωκράτης.
Αλλ' άραγε και αι δύο αυταί διανομαί είναι ορθαί, ή μόνον η μία.
Κρατύλος.
Μόνον η μία.
Σωκράτης.
Εκείνη, υποθέτω, η οποία αποδίδει εις έκαστον το αρμόδιον και το
όμοιον.
Κρατύλος.
Έτσι μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν διά να μη λογομαχούμεν δύο φίλοι εδώ, εγώ και συ,
παραδέξου αυτό το οποίον εννοώ. Δηλαδή εγώ, φίλε μου, αυτήν την
διανομήν και διά τας δύο απομιμήσεις, δηλαδή και διά τας
προσωπογραφίας και διά τα ονόματα την ονομάζω ορθήν, χωριστά όμως
πάλιν διά τα ονόματα πλην της ορθής την ονομάζω και αληθή. Την δε
άλλην, δηλαδή την απόδοσιν του ανομοίου, την ονομάζω όχι ορθήν,
χωριστά δε διά τα ονόματα την ονομάζω και ψευδή ακόμη.
Κρατύλος.
Πρόσεξε όμως, καλέ Σωκράτη, μήπως διά μεν τα ζωγραφήματα είναι
δυνατόν να γίνη η όχι ορθή διανομή, όχι όμως και διά τα ονόματα,
αλλά κατ' ανάγκην δι' αυτά είναι πάντοτε ορθή.
Σωκράτης.
Πώς το εννοείς; Ποίαν διαφοράν έχει το έν από το άλλο; Άραγε δεν
ημπορώ να πλησιάσω εις ένα άνθρωπον και να του ειπώ: αυτό το
σκίτσο είναι ιδικόν σου, συγχρόνως δε να δείξω εις αυτόν εκ τύχης
είτε την ιδικήν του εικόνα είτε μίαν εικόνα γυναικός; Να δείξω δε
θα ειπή να την πλησιάσω εις το αισθητήριον των οφθαλμών του.
Κρατύλος.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Και λοιπόν; Δεν ημπορώ πάλιν να πλησιάσω εις αυτόν τον ίδιον και
να του ειπώ: αυτό το όνομα είναι ιδικόν σου; Διότι είπαμεν ότι το
όνομα είναι απομίμησις, καθώς το ζωγράφημα. Εννοώ δηλαδή το εξής·
άραγε δεν ημπορώ να ειπώ εις αυτόν: αυτό το όνομα είναι ιδικόν
σου, και κατόπιν να πλησιάσω πάλιν εις το αισθητήριον της ακουής,
είτε τυχόν το ιδικόν του απομίμημα και να του ειπώ στο αυτί:
&ανήρ&, είτε το απομίμημα του θήλεος του ανθρωπίνου γένους, και
να του ειπώ: &γυνή&; Αυτό δεν σου φαίνεται δυνατόν, και ότι
συμβαίνει κάποτε;
Κρατύλος.
Δέχομαι, καλέ Σωκράτη, να συμφωνήσω μαζί σου και ας είναι καθώς
το λέγεις.
Σωκράτης.
Και βεβαίως κάμνεις πολύ καλά, φίλε μου, αν αυτό είναι ορθόν.
Διότι είναι περιττόν να φιλονικούμεν τόσον πολύ δι' αυτό.
Οπωσδήποτε, αν γίνη και εδώ μία τοιαύτη διανομή, την μεν πρώτην
από αυτάς θα την ονομάσωμεν αληθινήν, την δε δευτέραν ψευδή. Και
αφού πάλιν τούτο είναι δυνατόν, δηλαδή αφού είναι δυνατόν να
μοιράζωμεν τα ονόματα όχι ορθώς, καθώς και να μη αποδίδωμεν εις
έκαστον τα αρμόδια, αλλά κάποτε και τα ανάρμοστα, τότε έπεται ότι
είναι δυνατόν και διά τα ρήματα πράξωψεν το ίδιον. Αφού δε πάλιν
είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν κατ' αυτόν τον τρόπον τα ρήματα
και τα ονόματα, τότε κατ' ανάγκην και τους λόγους, διότι, αν δεν
απατώμαι, λόγοι είναι ο συνδυασμός αυτών των δύο. Ει δε μη, συ
πώς το εννοείς, καλέ Κρατύλε;
Κρατύλος.
Έτσι, διότι μου φαίνεται ότι ομιλείς ορθά.
Σωκράτης.
Και τόρα πάλιν αφού παρομοιάζομεν τα πρώτα ονόματα με σκίτσα,
άραγε συμβαίνει και εδώ εκείνο το οποίον συμβαίνει εις τα
ζωγραφήματα, άλλοτε δηλαδή να αποδίδωμεν όλα τα αρμόδια χρώματα
και σχήματα και άλλοτε όχι όλα, αλλά να λείπουν μερικά, μερικά δε
να πλεονάζουν και εις αριθμόν και εις μέγεθος; Ή όχι;
Κρατύλος.
Συμβαίνει.
Σωκράτης.
Παραδέχεσαι λοιπόν ότι εκείνος ο οποίος αποδίδει όλα,
κατασκευάζει ωραία σκίτσα και ωραίας εικόνας, ενώ εκείνος ο
οποίος προσθέτει ή αφαιρεί κατασκευάζει μεν και αυτός σκίτσα και
εικόνας, αλλά αθλίας;
Κρατύλος.
Παραδέχομαι.
Σωκράτης.
Και λοιπόν τι φρονείς δι' εκείνον ο οποίος απομιμείται με τας
συλλαβάς και με τα γράμματα την ουσίαν των πραγμάτων; Άραγε δεν
ισχύει και εδώ ο ίδιος λόγος, δηλαδή αν μεν αποδώση όλα τα
αρμόδια, θα γίνη ωραία η εικών — τόρα όμως η εικών είναι όνομα —
εάν δε παραλείψη ή προσθέση ολίγα κάποτε, θα γίνη μεν εικών, όχι
όμως ωραία; Και επομένως δεν θα έχωμεν άλλα μεν ονόματα καλώς
κατασκευασμένα, άλλα όμως κακώς;
Κρατύλος.
Ίσως.
Σωκράτης.
Επομένως ίσως άλλος μεν είναι καλός κατασκευαστής ονομάτων, άλλος
δε κακός.
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και αυτός κατά τα προηγούμενα δεν ονομάζεται νομοθέτης;
Κρατύλος.
Ναι.
Σωκράτης.
Τότε μα τον Δία ίσως συμβαίνει καθώς και εις τας άλλας τέχνας,
δηλαδή και από τους νομοθέτας άλλος μεν είναι καλός, άλλος δε
κακός, εάν παραδεχθώμεν όσα είπαμεν προηγουμένως.
Κρατύλος.
Έχεις δίκαιον. Αλλ' όμως, καλέ Σωκράτη, όταν αποδίδωμεν εις τα
ονόματα αυτά τα γράμματα, δηλαδή το άλφα και το βήτα και τα άλλα
στοιχεία συμφώνως με την γραμματικήν, εάν αφαιρέσωμεν ή
προσθέσωμεν ή μεταθέσωμεν κανέν από αυτά, τότε δεν θα ειπούμεν
ότι εγράφη οπωσδήποτε το όνομα, με την διαφοράν ότι δεν εγράφη
ορθώς, αλλ' ότι ουδέ εγράφη διόλου, διότι αμέσως γίνεται
διαφορετικόν, μόλις συμβή κανέν τοιούτον λάθος.
Σωκράτης.
Ας προσέξωμεν όμως, καλέ Κρατύλε, μήπως δεν είναι ορθός αυτός ο
τρόπος της εξετάσεως.
Κρατύλος.
Πώς δηλαδή;
Σωκράτης.
Δι' όσα η ύπαρξίς των ή η ανυπαρξία των, κατ' ανάγκην εξαρτάται
από ένα ορισμένον αριθμόν ίσως να συμβαίνη αυτό το οποίον λέγεις,
καθώς και τα ίδια τα δέκα ή άλλος οποιοσδήποτε αριθμός, εάν
αφαιρέσης τίποτε ή προσθέσης, αμέσως έγινε διαφορετικός. Όμως διά
την ποιότητα ενός μέρους και ολοκλήρου της εικόνος πρόσεξε μήπως
δεν είναι ομοία η ορθότης, αλλά απ' εναντίας ουδέ είναι ανάγκη
κατ' αρχήν να αποδοθούν όλα, καθώς τα έχει εκείνο το οποίον
απεικονίζει, εάν πρόκειται να είναι εικών. Πρόσεξε δε να ιδής, αν
λέγω τίποτε. Ας υποθέσωμεν ότι έχομεν δύο πράγματα τα εξής·
παραδείγματος χάριν τον Κρατύλον και την εικόνα του Κρατύλου. Αν
κανείς θεός απεμιμείτο όχι μόνον το χρώμα και το σχήμα το ιδικόν
σου, καθώς οι ζωγράφοι, αλλά και όλα τα εσωτερικά μέρη τα έκαμνε
όμοια, καθώς είναι τα ιδικά σου, και αποδώση με ομοιότητα τας
μαλακότητας και τας θερμότητας, και θέση εντός κίνησιν και ψυχήν
και φρόνησιν, καθώς είναι η ιδική σου, και με μίαν λέξιν όλα όσα
συ έχεις, και άλλην μίαν φοράν κατασκευάση όμοια πλησίον σου,
τότε τι νομίζεις, αυτά τα πράγματα θα ήσαν πλέον ο Κρατύλος και η
εικών του Κρατύλου, ή δύο Κρατύλοι;
Κρατύλος.
Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι θα ήσαν δύο Κρατύλοι.
Σωκράτης.
Βλέπεις λοιπόν, φίλε μου, ότι πρέπει να εύρωμεν άλλην ορθότητα
διά την εικόνα και δι' όσα ελέγαμεν προηγουμένως και όχι διά της
βίας, εάν λείπη ή περισσεύη τίποτε, να λέγωμεν ότι δεν είναι
εικών. Ή δεν εννόησες ότι πολύ απέχουν αι εικόνες να έχουν όλα
όσα έχουν εκείνα τα οποία εικονίζουν;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Διότι, Κρατύλε μου, θα την επάθαιναν κωμικώτατα από τα ονόματα,
εκείνα τα πράγματα εις τα οποία ανήκουν τα ονόματα, εάν εγίνοντο
διπλά, και κανέν από τα δύο δεν θα ημπορούσε να λέγη ποίον είναι
το ίδιον το πράγμα και ποίον το όνομα.
Κρατύλος.
Πολύ ορθά ομιλείς.
Σωκράτης.
Με πεποίθησιν λοιπόν, παλλικαρά μου, άφησε και από τα ονόματα
άλλο μεν να είναι βαλμένον ορθώς, άλλο δε όχι, και μη απαιτείς να
έχει όλα τα γράμματα, διά να γίνη εντελώς όμοιον προς εκείνο το
πράγμα, το οποίον ονομάζει, αλλά δέξου να προστεθή και κανέν
γράμμα το οποίον δεν αρμόζει εις αυτό. Και αφού δέχεσαι γράμμα,
δέξου και όνομα εις ολόκληρον λόγον, και πάλιν αφού δέχεσαι
όνομα, δέξου και λόγος να προστεθή εις λόγον, ο οποίος δεν
αρμόζει εις τα πράγματα, και μολαταύτα παραδέξου ότι το πράγμα
ονομάζεται και λέγεται εφ' όσον ενυπάρχει ο τύπος αυτού του
πράγματος περί του οποίου γίνεται λόγος, καθώς εις τα ονόματα των
γραμμάτων, αν ενθυμείσαι όσα ελέγαμεν προ ολίγου εγώ και ο
Ερμογένης.
Κρατύλος.
Μάλιστα ενθυμούμαι.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν έχει καλώς. Διότι όταν ενυπάρχει αυτό, και αν δεν
έχει όλα τα αρμόδια πάλιν το πράγμα θα εκφρασθή, αλλά θα εκφρασθή
καλώς, όταν τα έχει όλα, κακώς όμως όταν έχει ολίγα. Οπωσδήποτε
όμως, αξιομακάριστε φίλε, ας δεχθώμεν ότι εκφράζεται διά να μη
πληρώσωμεν πρόστιμον, καθώς εις την Αίγιναν πληρώνουν όσοι
περιφέρονται αργά εις τους δρόμους την νύκτα, και ομοίως
νομισθώμεν από την ιδίαν την θεάν αλήθειαν ότι και ημείς πολύ
αργά εφθάσαμεν εις το συμπέρασμα. Αλλέως ζήτησε να εύρης καμμίαν
άλλην ορθότητα του ονόματος και μη παραδέχεσαι ότι είναι έκφρασις
του πράγματος με συλλαβάς και με γράμματα. Διότι εάν παραδέχεσαι
αυτά και τα δύο, τότε είναι αδύνατον να μείνης σύμφωνος με τον
ίδιον εαυτόν σου.
Κρατύλος.
Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεσαι ότι ομιλείς ορθά, και
παραδέχομαι αυτό το οποίον λέγεις.
Σωκράτης.
Αφού λοιπόν και οι δύο παραδεχόμεθα αυτά, τόρα ας εξετάσωμεν τα
εξής· είπαμεν ότι εάν πρόκειται έν όνομα να είναι ορθόν πρέπει να
έχει τα αρμόδια γράμματα;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Είναι δε αρμόδια τα όμοια με τα ονόματα;
Κρατύλος.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Επομένως όσα μεν είναι καλά ετέθησαν κατ' αυτόν τον τρόπον. Αν
όμως κανέν δεν ετέθη καλώς, ίσως το περισσότερον μέρος του
αποτελείται από αρμόδια χρώματα και όμοια, αφού είναι εικών, έχει
όμως και κανέν ανάρμοστον, εξ αιτίας του οποίου δεν είναι καλόν
ουδέ καλώς κατασκευασμένον το όνομα. Δέχεσαι κατ' αυτόν τον
τρόπον ή αλλέως;
Κρατύλος.
Νομίζω, Σωκράτη μου, ότι δεν πρέπει να φιλονικούμεν τόσον πολύ.
Αλλά, να σου ειπώ, δεν μ' αρέσει να παραδεχθώ ότι είναι μεν
όνομα, όμως δεν ετέθη ορθώς.
Σωκράτης.
Τι δηλαδή; δεν σου αρέσει αυτό, ότι το όνομα είναι έκφρασις του
πράγματος;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Αλλά το ότι άλλα ονόματα είναι σύνθετα από άλλα προηγούμενα,
δηλαδή από τα πρώτα, δεν σου φαίνεται ότι λέγεται καλώς;
Κρατύλος.
Μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Εάν όμως αυτά τα πρώτα είναι έκφρασις πραγμάτων, γνωρίζεις συ
κανένα άλλον τρόπον καλλίτερον διά να γίνουν αυτά εκφράσεις, παρά
να γίνουν τα ίδια όσον το δυνατόν όμοια προς εκείνα τα οποία
εκφράζουν; Ή μήπως σου αρέσει περισσότερον ο τρόπος τον οποίον
παραδέχεται ο Ερμογένης και άλλοι πολλοί, ότι δηλαδή τα ονόματα
είναι συνθήματα και εκφράζουν τα πράγματα μόνον διά εκείνους οι
οποίοι τα έθεσαν κατά συνθήκην, οι οποίοι όμως εγνώριζαν
προηγουμένως τα πράγματα; Και ότι αυτή η συνθήκη είναι η ορθότης
του ονόματος, ώστε δεν υπάρχει καμμία διαφορά είτε κανείς
συμφωνήση καθώς είναι καμωμένη η συνθήκη, είτε και αντιθέτως
θελήση εκείνο το οποίον τόρα λέγομεν &μικρόν& αυτός να το ονομάση
&μέγα&, το δε μέγα να το ονομάζη &μικρόν&; Ποίος τρόπος από τους
δύο σου αρέσει;
Κρατύλος.
Έχει πολύ μεγάλην διαφοράν, Σωκράτη μου, να εκφράζωμεν παν ότι
εκφράζομεν με το ομοίωμά του και όχι με ό,τι τύχη.
Σωκράτης.
Καλά λέγεις. Λοιπόν αφού το όνομα πρέπει να είναι όμοιον με το
πράγμα δεν χρειάζεται να είναι εκ φύσεως πλασμένα όμοια με τα
πράγματα τα στοιχεία, από τα οποία θα αποτελέση κανείς τα πρώτα
ονόματα; Εννοώ δε το εξής· Άραγε ήτο δυνατόν ποτέ κανείς να
κατασκευάση αυτό, το οποίον τόρα ονομάζομεν ζωγράφημα όμοιον με
κανέν από τα όντα, εάν αι βαφαί από τας οποίας αποτελούνται τα
ζωγραφιζόμενα, δεν είχαν πλασθή εκ φύσεως όμοιαι προς εκείνα τα
όντα, τα οποία μιμείται η ζωγραφική; Ή ήτο αδύνατον;
Κρατύλος.
Αδύνατον.
Σωκράτης.
Λοιπόν το ίδιον δεν συμβαίνει και διά τα ονόματα, ότι δηλαδή ποτέ
δεν ήτο δυνατόν να γίνουν όμοια με κανέν πράγμα, εάν προηγουμένως
εκείνα από τα οποία αποτελούνται τα ονόματα, δεν είχαν κάποιαν
ομοιότητα προς τα πράγματα εκείνα, των οποίων μιμήματα είναι τα
ονόματα; Και αυτά από τα οποία αποτελούνται τα ονόματα δεν είναι
τα στοιχεία;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν και συ λάβε μέρος εις τον λόγον εις τον οποίον έλαβε
προηγουμένως ο Ερμογένης. Ειπέ μου, φρονείς ότι ορθώς λέγομεν ότι
το ρ ομοιάζει με την &φοράν& και την κίνησιν και την σκληρότητα,
ή όχι ορθώς;
Κρατύλος.
Ορθώς βεβαίως.
Σωκράτης.
Το δε λάβδα ότι ομοιάζει με το λείον και μαλακόν και με τα άλλα,
τα οποία ελέγαμεν προ ολίγου;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Γνωρίζεις όμως ότι διά το ίδιον πράγμα ημείς μεν λέγομεν
&σκληρότης&, ενώ οι Ερετριείς λέγουν &σκληρότηρ&;
Κρατύλος.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Πώς λοιπόν; Το ρω και το σίγμα, και τα δύο μαζί ομοιάζουν με το
ίδιον πράγμα, και επομένως το ίδιον όνομα εκφράζει το ίδιον
πράγμα εις εκείνους μεν (τους Ερετριείς) με καταληκτικόν γράμμα
το ρω, εις ημάς δε με καταληκτικόν γράμμα το σίγμα, ή εις το ένα
μέρος από τα δύο δεν το εκφράζει;
Κρατύλος.
Βεβαίως και εις τα δύο μέρη το εκφράζει.
Σωκράτης.
Πώς άραγε, καθ' όσον είναι όμοια το ρω και το σίγμα, ή καθ' όσον
δεν είναι όμοια;
Κρατύλος.
Καθ' όσον είναι όμοια.
Σωκράτης.
Και λοιπόν είναι όμοια καθ' όλα;
Κρατύλος.
Τουλάχιστον όσον διά να εκφράζουν εξ ίσου την &φοράν& (ορμήν).
Σωκράτης.
Ε και το λάβδα το οποίον έχει παρεμβληθή; Αυτό δεν εκφράζει το
αντίθετον από την σκληρότητα.
Κρατύλος.
Πραγματικώς ίσως δεν έχει παρεμβληθή ορθώς, καλέ Σωκράτη. Καθώς
και προηγουμένως εξηγούσες εις τον Ερμογένη αφαιρών και
παρεμβάλλων γράμματα όπου έπρεπε, και εγώ το εύρισκα ορθόν. Και
τόρα πάλιν ίσως αντί του λάβδα πρέπει να προφέρωμεν ρω.
Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Και λοιπόν; Τόρα καθώς το προφέρομεν, δεν εννοούμεν ο
είς το άλλον, όταν λέγη &σκληρόν&, ουδέ συ τόρα εννοείς τι λέγω
εγώ;
Κρατύλος.
Σε εννοώ βέβαια ως εκ της συνηθείας, αγαπητέ μου.
Σωκράτης.
Όταν δε λέγης συνήθεια νομίζεις ότι λέγεις τίποτε διάφορον από
την συνθήκην; Ή μήπως άλλο εννοείς λέγων συνήθειαν, παρά ότι εγώ
όταν προφέρω τούτο εννοώ εκείνο, και συ εννοείς ότι εγώ εννοώ
εκείνο; Δεν λέγεις αυτό;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν αφού το εννοείς, όταν εγώ ομιλώ δεν έρχεται εις εσέ μία
έκφρασις από εμέ;
Κρατύλος. Βεβαίως.
Σωκράτης. Διά μέσου όμως του ανομοίου από εκείνο το οποίον σκέπτομαι όταν ομιλώ, αφού βεβαίως το λάβδα είναι ανόμοιον προς την σκληρότητα καθώς το ομολόγησες. Αφού δε τούτο συμβαίνει κατ' αυτόν τον τρόπον, τι άλλο θα παραδεχθώμεν παρά ότι ο ίδιος συνεφώνησες με τον εαυτόν σου και διά σε η ορθότης του ονόματος καταντά συνθήκη, αφού λέγουν έν πράγμα και τα όμοια και τα ανόμοια γράμματα, αν καθιερωθούν από την συνήθειαν και την συνθήκην; Και το κάτω κάτω, αν δεν είναι η συνήθεια συνθήκη, πάλιν δεν είναι ορθόν να λέγωμεν ότι η ομοιότης είναι έκφρασις αλλά η συνήθεια, διότι, καθώς φαίνεται, η συνήθεια εκφράζει και με τα όμοια και με τα ανόμοια. Και επειδή τα παραδεχόμεθα αυτά, Κρατύλε μου — διότι εγώ θεωρώ την σιωπήν σου ως συγκατάθεσιν — έπεται κατ' ανάγκην ότι και η συνθήκη και η συνήθεια συντελεί προς έκφρασιν εκείνων τα οποία διανοούμεθα όταν ομιλούμεν. Καθ' όσον, αγαπητέ μου φίλε, αν θέλης να εξετάσωμεν τον αριθμόν, από πού νομίζεις ότι θα έχης να θέσης χωριστά ονόματα δι' έκαστον αριθμόν, εάν δεν δεχθής ότι έχει κάποιον κύρος η ιδική σου συγκατάθεσις και συμφωνία ως προς την ορθότητα των ονομάτων; Όσον λοιπόν δι' εμέ επίσης μου αρέσει να είναι όσον το δυνατόν όμοια τα ονόματα με τα πράγματα, αλλά φοβούμαι πραγματικώς μήπως, καθώς λέγει ο Ερμογένης, είναι πολύ μηδαμινή η επέκτασις αυτής της ομοιότητος, και είναι ανάγκη να μεταχειριζόμεθα και αυτήν την ανυπόφορον συνθήκην, εις την ορθότητα των ονομάτων. Άλλως όμως ίσως ήτο το καλλίτερον να λέγωνται ή με όλα όμοια ή με τα περισσότερα, με τούτο δε εννοώ τα αρμόδια, ασχημότερον δε είναι με τα αντίθετα. Αλλά ειπέ μου ακόμη το εξής ύστερα από αυτά, ποίαν δύναμη έχουν δι' ημάς τα ονόματα και τι καλόν θα παραδεχθώμεν ότι εκτελούν.
Ερμογένης.
Μου φαίνεται ότι μας διδάσκουν, καλέ Σωκράτη, και ότι είναι πολύ
ευνόητον, ότι όποιος γνωρίζει τα ονόματα, αυτός γνωρίζει και τα
πράγματα.
Σωκράτης.
Ίσως δηλαδή, καλέ Κρατύλε, εννοείς το εξής, ότι όταν κανείς μάθη
οποίου είδους είναι το όνομα — τούτο δε είναι όμοιον με το πράγμα
— θα γνωρίζη και το πράγμα, αφού είναι όμοιον με το όνομα,
επομένως ότι μία και η αυτή είναι η τέχνη δι' όλα όσα ομοιάζουν
μεταξύ των. Υπό αυτήν λοιπόν την έποψιν νομίζω ότι λέγεις ότι
όποιος μάθη τα ονόματα θα γνωρίζη και τα πράγματα.
Κρατύλος.
Πολύ ορθά ομιλείς.
Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν ας εξετάσωμεν τι είδους είναι αυτός ο τρόπος της
διδασκαλίας των πραγμάτων, περί του οποίου τόρα ομιλείς, και
μήπως υπάρχει μεν και άλλος, αυτός όμως είναι καλλίτερος, ή δεν
υπάρχει άλλος αλλά μόνος αυτός. Ποίον από τα δύο παραδέχεσαι;
Κρατύλος.
Εγώ παραδέχομαι ότι σχεδόν δεν υπάρχει άλλος, αλλά αυτός είναι ο
μόνος και ο καλλίτερος.
Σωκράτης.
Αλλ' άραγε αυτό το ίδιον είναι και εύρεσις των όντων, δηλαδή
οποιοσδήποτες εύρε τα ονόματα εύρε και εκείνα, εις τα οποία
ανήκουν τα ονόματα; Ή μήπως άλλος είναι ο τρόπος της ερεύνης και
ευρέσεως, μόνον δε της μαθήσεως είναι αυτός ο τρόπος;
Κρατύλος.
Βεβαιότατα και της ερεύνης και της ευρέσεως ο τρόπος είναι ο
ίδιος με την μάθησιν.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ας σκεφθώμεν το εξής, καλέ Κρατύλε· όταν κανείς, ενώ
ερευνά τα πράγματα, παρακολουθή τα ονόματα και εξετάζη έκαστον
από αυτά τι θέλει να ειπή, άραγε φαντάζεσαι ότι δεν είναι μικρός
ο κίνδυνος μήπως απατηθή;
Κρατύλος.
Πώς;
Σωκράτης.
Είναι βέβαιον ότι εκείνος ο οποίος έθεσε τα ονόματα, οποίου
είδους ενόμιζε ότι είναι τα πράγματα, τοιούτου είδους και ονόματα
έθετε, καθώς παρεδέχθημεν. Δεν είναι έτσι;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Εάν λοιπόν εκείνος δεν είχε ορθήν γνώμην και όμως έθετε τα
ονόματα κατά την γνώμην του, τι νομίζεις ότι θα πάθουν όσοι
ακολουθούν αυτόν; άλλο τίποτε παρά ότι θα εξαπατηθούν;
Κρατύλος.
Πρόσεξε όμως Σωκράτη μου, μήπως δεν συμβαίνει καθώς το λέγεις,
αλλ' ότι κατ' ανάγκην γνωρίζει τα πράγματα εκείνος ο οποίος θέτει
τα ονόματα. Άλλως, καθώς εγώ προ πολλού επέμενα, αυτά ουδέ είναι
καν ονόματα. Η καλλιτέρα δε απόδειξις ότι δεν επλανήθη από την
αλήθειαν εκείνος ο οποίος έθεσε τα ονόματα, είναι η εξής· ότι
δηλαδή δεν ήτο δυνατόν ποτέ να τα επιτύχη τόσον αρμονικά όλα. Ή
μήπως δεν εννοούσες και συ αυτό, όταν έλεγες ότι όλα τα ονόματα
έγιναν κατά τον ίδιον τρόπον και με τον ίδιον σκοπόν;
Σωκράτης.
Αλλ' αυτό, καλέ μου Κρατύλε, δεν είναι καλή απάντησις. Διότι εάν
έσφαλε εις το πρώτον εκείνος, ο οποίος το έθεσε και κατόπιν
συμφώνως με αυτό παρεβίαζε τα άλλα και τα ηνάγκαζε να είναι
σύμφωνα με εκείνο, διόλου παράδοξον να συμβή, καθώς εις τα
γεωμετρικά σχήματα, όπου όταν εις την αρχήν γίνη ένα μικρόν και
ασήμαντον λάθος, όλα τα άλλα κατόπιν, τα οποία είναι πλείστα όσα,
εξακολουθούν να συμφωνούν μεταξύ των. Δι' αυτό λοιπόν πας
άνθρωπος πρέπει εις κάθε πράγμα την αρχήν του να συζητή και να
σκέπτεται πολύ, ετέθη αυτή η βάσις ορθώς ή όχι. Όταν δε εκείνη
εξετασθή καλώς, όλα τα άλλα είναι συνέπεια εκείνης. Ουχ ήττον
όμως εγώ πάλιν ευρίσκομαι εις απορίαν, αν πραγματικώς τα ονόματα
είναι σύμφωνα μεταξύ των. Δηλαδή ας εξετάσωμεν και πάλιν εκείνο
το οποίον είπαμεν προηγουμένως. Είπαμεν ότι τα ονόματα εκφράζουν
εις ημάς την ουσίαν των πραγμάτων επί τη υποθέσει ότι το παν
μετακινείται και μεταφέρεται και ρέει. Δεν φρονείς ότι κατ' αυτόν
τον τρόπον τα εκφράζουν;
Κρατύλος. Βεβαιότατα και ορθώς μάλιστα τα εκφράζουν.
Σωκράτης. Ας λάβωμεν λοιπόν πάλιν από όλα αυτά το όνομα &επιστήμη& και ας προσέξωμεν πόσον είναι αμφίβολον και μάλλον φαίνεται να σημαίνη, ότι σταματά την ψυχήν μας εις τα πράγματα παρά ότι κινείται μαζί με αυτά, και είναι ορθότερον να προφέρωμεν την αρχήν του καθώς προφέρομεν τόρα, παρά να αποβάλωμεν το έψιλον και να λέγωμεν &πιστήμην&. Απ' εναντίας μάλιστα αντί να αφαιρέσωμεν το έψιλον, να παρεμβάλωμεν ένα ιώτα (&επιιστήμην&). Έπειτα να προσέξωμεν ότι το &βέβαιον& είναι απομίμησις μιας βάσεως και στάσεως, όχι όμως κινήσεως. Έπειτα η &ιστορία& ακριβώς αυτό εκφράζει, ότι δηλαδή σταματά (&ίστησι&) τον ρoυν. Κατόπιν η μνήμη και εις τον τυχόντα φανερόνει ότι είναι &μονή& (στάσις) με την ψυχήν και όχι κίνησις. Και αν θέλης, η &αμαρτία& και η &συμφορά&, εάν τα προσέξη κανείς ως προς το όνομα, θα αποδειχθούν ότι σημαίνουν το ίδιον με αυτήν την &σύνεσιν& και &επιστήμην& και με όλα τα άλλα ονόματα τα οποία ανήκουν εις τα σπουδαία πράγματα. Ακόμη δε και η &αμάθεια& και η &ακολασία& θα φανούν ότι είναι όμοια προς αυτά. Διότι η μεν πρώτη, η αμάθεια θα αποδειχθή ότι είναι πορεία του κινουμένου ομού με τον θεόν (&άμα θεώ&), η δε &ακολασία& φαίνεται ότι είναι εντελώς &ακολουθία& εις τα πράγματα. Και κατ' αυτόν τον τρόπον όσα ονόματα νομίζομεν ότι εκφράζουν τα χειρότερα πράγματα, θα απεδεικνύοντο εντελώς όμοια, προς όσα εκφράζουν τα καλλίτερα πράγματα. Νομίζω δε ότι και άλλα πολλά ήτο δυνατόν να εύρη κανείς, εάν ασχοληθή να εξετάση την αντίθετον γνώμην, ότι δηλαδή ο νομοθέτης των ονομάτων δεν εκφράζει ότι κινούνται και μεταφέρονται τα πράγματα, αλλ' ότι μένουν.
Κρατύλος.
Ναι, αλλά βλέπεις, καλέ Σωκράτη, ότι τα περισσότερα εκφράζει με
εκείνον τον τρόπον.
Σωκράτης.
Και τι με τούτο καλέ Κρατύλε; ωσάν τους ψήφους θα ξεκαθαρίσωμεν
τα ονόματα, και εις τούτο θα συνίσταται η ορθότης; δηλαδή ό,τι
αποδειχθή ότι εκφράζουν τα περισσότερα ονόματα τούτο θα είναι
αληθές;
Κρατύλος.
Βέβαια δεν είναι λογικόν αυτό.
Σωκράτης.
Διόλου φίλε μου. Και τόρα ας αφήσωμεν αυτά και ας επανέλθωμεν
πάλιν εις το μέρος από το οποίον ήλθαμεν εδώ. Δηλαδή, αν
ενθυμείσαι, προ ολίγου είπες ότι εκείνος ο οποίος έθεσε τα
ονόματα κατ' ανάγκην εγνώριζε τα πράγματα εις τα οποία έθετε τα
ονόματα. Ειπέ μου λοιπόν ακόμη και τόρα έχεις αυτήν την γνώμην, ή
όχι;
Κρατύλος.
Και τόρα.
Σωκράτης.
Άραγε και εκείνος ο οποίος έθεσε τα πρώτα ονόματα φρονείς ότι
εγνώριζε τα πράγματα εις τα οποία τα έθεσε;
Κρατύλος.
Εγνώριζε.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν από ποία ονόματα έμαθε ή εύρε τα πράγματα, αφού ακόμη
δεν ήσαν τεθειμένα τα πρώτα, και αφού εξ άλλου είπαμεν ότι είναι
αδύνατον να μάθωμεν και να εύρωμεν τα πράγματα κατ' άλλον τρόπον
παρά αφού μάθωμεν τα ονόματα, ή ημείς οι ίδιοι ανακαλύψωμεν τι
σημαίνουν;
Κρατύλος.
Μου φαίνεται, Σωκράτη μου, ότι λέγεις κάτι τι σπουδαίον.
Σωκράτης.
Λοιπόν πώς θα παραδεχθώμεν ότι αυτοί εν γνώσει των πραγμάτων τα
έθεσαν, ή ότι ήσαν νομοθέται, πριν να είναι τεθειμένον κανέν
όνομα και να το γνωρίζουν εκείνοι, αφού δεν είναι δυνατόν να μάθη
κανείς τα πράγματα αλλέως παρά μόνον με τα ονόματα;
Κρατύλος.
Εγώ φρονώ, καλέ Σωκράτη, η καλλίτερα εξήγησις ως προς αυτά είναι,
ότι κάποια ανωτέρα δύναμις από την ανθρωπίνην έθεσε τα πρώτα
ονόματα εις τα πράγματα, και επομένως κατ' ανάγκην αυτά είναι
ορθά.
Σωκράτης.
Και έπειτα νομίζεις ότι θα τα έθετε με τόσην αντίφασιν προς τον
ίδιον εαυτόν του εκείνος ο οποίος τα έθεσε, αν ήτο κανείς
&δαίμων& ή θεός; Ή μήπως φρονείς ότι προ ολίγου δεν ελέγαμεν
τίποτε;
Κρατύλος.
Ναι, αλλά μήπως η μία μερίς από αυτά δεν είναι ονόματα.
Σωκράτης.
Ποία από τα δύο, αξιοθαύμαστε φίλε, όσα σημαίνουν στάσιν, ή όσα
σημαίνουν κίνησιν; Διότι καθώς είπαμεν προ ολίγου δεν κρίνομεν
από το πλήθος.
Κρατύλος.
Βεβαίως δεν είναι δίκαιον, καλέ Σωκράτη.
Σωκράτης.
Ας υποθέσωμεν λοιπόν ότι συμβαίνει διαίρεσις μεταξύ των ονομάτων,
και το έν μέρος από αυτά λέγει ότι αυτά είναι που ομοιάζουν την
αλήθειαν, το δε άλλο μέρος λέγει τον εαυτόν του, τότε πλέον με
ποίον μέσον θα τα χωρίσωμεν από την φιλονικίαν, ή εις τι θα
καταφύγωμεν; Βεβαίως όχι ως άλλα ονόματα διαφορετικά από αυτά,
διότι δεν υπάρχουν, αλλά ασφαλώς πρέπει να ζητήσωμεν άλλα
πράγματα έξω από τα ονόματα, τα οποία θα μας φανερώσουν χωρίς
ονόματα, ποία από αυτά είναι αληθή, αφού μας δείξουν την αλήθειαν
των όντων.
Κρατύλος.
Αυτή είναι η γνώμη μου.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν είναι δυνατόν, καθώς φαίνεται Κρατύλε μου, να μάθωμεν
τα όντα χωρίς ονόματα, αν αυτά είναι ορθά.
Κρατύλος.
Φαίνεται.
Σωκράτης.
Λοιπόν με ποίον άλλο μέσον πλέον περιμένεις να τα μάθης; Άραγε με
άλλο μέσον παρά με το λογικόν και δικαιότατον μέσον, δηλαδή το έν
διά μέσου του άλλου, αν έχουν κάποιαν συγγένειαν, και διά μέσου
αυτών των ιδίων; Διότι παν άλλο πράγμα και διαφορετικόν, θα έχει
άλλην και διαφορετικήν σημασίαν, και δεν θα εκφράζει εκείνα.
Κρατύλος.
Μου φαίνεται ότι λέγεις αληθή.
Σωκράτης.
Πρόσεχε λοιπόν, δι' όνομα θεού. Δεν ωμολογήσαμεν πολλάκις ότι τα
ονόματα, τα οποία είναι τεθειμένα ορθώς, ομοιάζουν με τα πράγματα
τα οποία ονομάζουν, και ότι είναι εικόνες αυτών των πραγμάτων;
Κρατύλος.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Εάν λοιπόν είναι δυνατόν οπωσδήποτε να μάθωμεν τα πράγματα και
διά μέσου των ονομάτων και διά μέσου αυτών των ιδίων, ποία από
τας δύο είναι καλλιτέρα και σαφεστέρα μάθησις; Να μάθωμεν από την
εικόνα και αυτήν την ιδίαν εικόνα, αν κατεσκευάσθη καλά, και την
αλήθειαν την οποίαν εικονίζει, ή από την αλήθειαν να μάθωμεν και
την ιδίαν αλήθειαν και την εικόνα της, εάν κατεσκευάσθη καθώς
πρέπει;
Κρατύλος.
Μου φαίνεται κατ' ανάγκην από την αλήθειαν ότι πρέπει να μάθωμεν.
Σωκράτης.
Και λοιπόν με ποίον τρόπον πρέπει να μάθωμεν ή να εύρωμεν τα
όντα, ίσως είναι ζήτημα ανώτερον από τας ιδικάς μου και τας
ιδικάς σου δυνάμεις. Είναι όμως αρκετόν και το να συμφωνήσωμεν
εις αυτό, ότι δηλαδή όχι από τα ονόματα, αλλά πολύ περισσότερον
από τον ίδιον εαυτόν των πρέπει να μάθωμεν και να ζητήσωμεν τα
όντα.
Κρατύλος.
Έτσι φαίνεται, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Ακόμη όμως ας εξετάσωμεν και το εξής, διά να μη μας απατούν τα
πολλά αυτά ονόματα τα οποία έχουν την ιδίαν σημασίαν. Αν δηλαδή
πραγματικώς εκείνοι, οι οποίοι έθεσαν αυτά είχαν υπ' όψιν των ότι
όλα τα πράγματα κινούνται και ρέουν διαρκώς — διότι εις εμέ
φαίνεται ότι και αυτοί κατ' αυτόν τον τρόπον εσκέφθησαν — πιθανόν
όμως να μη συνέβη τούτο, αλλά και οι ίδιοι να έπεσαν εις ένα
είδος &δίνης& (στρυφογύρισμα) όπου αναταράσσονται, και ημάς μας
σείρουν μέσα εις αυτήν. Πρόσεξε δηλαδή, αξιάγαστέ μου Κρατύλε,
εις εκείνο το οποίον εγώ πολλάκις ονειρεύομαι. Άραγε θα δεχθώμεν
ότι υπάρχει κανέν καθ' εαυτό &καλόν& και &αγαθόν& και ούτω καθ'
εξής δι' έκαστον από τα όντα ή όχι;
Κρατύλος.
Εγώ νομίζω ότι υπάρχει, Σωκράτη μου.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτό το ίδιον ας εξετάσωμεν, όχι δηλαδή αν έν πρόσωπον
είναι ωραίον (&καλόν&) ή κάτι τι, από τα όμοια, αλλά διά το καθ'
εαυτό καλόν δεν θα δεχθώμεν ότι είναι πάντοτε όμοιον, όπως είναι;
Κρατύλος.
Κατ' ανάγκην θα δεχθώμεν.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν είναι άραγε δυνατόν να το ονομάσωμεν αυτό ορθώς, εάν
πάντοτε μας ξεφεύγει, και πρώτον μεν να ορίσωμεν ότι είναι το
δείνα, έπειτα ότι είναι αυτού του είδους, αφού, ενώ ημείς
ομιλούμεν, αυτό συγχρόνως γίνεται κατ' ανάγκην άλλο και ξεφεύγει
και πλέον δεν ομοιάζει;
Κρατύλος.
Θέλοντες και μη θέλοντες αυτό θα παραδεχθώμεν.
Σωκράτης.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να είναι κάτι τι εκείνο το οποίον
ουδέποτε είναι το ίδιον. Διότι εάν εις μίαν στιγμήν μένει το
ίδιον έπεται ότι εκείνην την στιγμήν δεν μετακινείται. Εάν δε
πάλιν μένει πάντοτε το ίδιον, πώς ήτο δυνατόν να μεταβληθή και να
κινηθή, αφού δεν εξέρχεται διόλου από την μορφήν του.
Κρατύλος.
Κατ' ουδένα τρόπον.
Σωκράτης.
Τότε όμως ούτε να γνωσθή είναι δυνατόν από κανένα. Διότι μόλις το
πλησιάση εκείνος ο όποιος θέλει να το γνωρίση, αυτό θα γίνη άλλο
πράγμα και διαφορετικόν, ώστε δεν είναι δυνατόν να γνωσθή ποίον
είναι και ποίου είδους, διότι βεβαίως ουδεμία αντίληψις ημπορεί
να γνωρίση εκείνο, το οποίον γνωρίζει ότι δεν έχει καμμίαν
ταυτότητα.
Κρατύλος. Έτσι είναι καθώς το λέγεις.
Σωκράτης. Αλλ' ούτε αντίληψις πρέπει να δεχθώμεν ότι υπάρχει, καλέ Κρατύλε, όταν όλα τα πράγματα μεταβάλλονται και κανέν δεν μένει εις την θέσιν του. Διότι παραδείγματος χάριν αυτή η ιδία αντίληψις αν δεν μεταβάλλεται από το να είναι αντίληψις, τότε είναι δυνατόν να μένη αντίληψις και είναι αντίληψις. Εάν όμως και η ιδία μορφή της αντιλήψεως μεταβάλλεται, θα καταντήση εις άλλο είδος αντιλήψεως και συγχρόνως δεν θα είναι αντίληψις, και συμφώνως με αυτούς τους διισχυρισμούς ούτε εκείνος ο οποίος θα γνωρίση, ούτε εκείνο το οποίον θα γνωρίση, είναι δυνατόν να υπάρχη. Εάν όμως υπάρχη διαρκώς εκείνος ο οποίος γνωρίζει και εκείνο το οποίον γνωρίζει, και υπάρχει και το &καλόν& και το &αγαθόν&, και αν είναι χωριστόν ένα έκαστον από τα όντα, τότε νομίζω ότι αυτά όσα προηγουμένως ελέγαμεν δεν είναι διόλου όμοια με την &ροήν& ουδέ με την κίνησιν. Και λοιπόν ας προσέξωμεν μήπως δεν είναι εύκολον να εύρωμεν, αν αυτά είναι καθώς τα λέγομεν τόρα ή αλλέως, καθώς τα λέγουν οι οπαδοί του Ηρακλείτου και άλλοι πολλοί. Ούτε είναι πολύ φρόνιμον πράγμα να εμπιστευθή κανείς τον εαυτόν του και την ψυχήν του εις τα ονόματα διά να καταγίνεται εις αυτά, έχων πεποίθησιν και εις αυτά και εις εκείνους οι οποίοι τα έθεσαν, και ως να γνωρίζη τίποτε, να κατακρίνη μετά πεποιθήσεως τον εαυτόν του και τα όντα ότι δεν υπάρχει τίποτε το στερεόν εις κανέν πράγμα, αλλά τα πάντα καταρέουν ως κεραμίδια, και ότι όλα τα πράγματα είναι καθώς εκείνοι οι οποίοι πάσχουν από καταροήν, και είναι κατακυριευμένα από το ρεύμα και την καταροήν. Ίσως λοιπόν, Κρατύλε μου, αυτό είναι το ορθόν, ίσως όμως όχι. Δι' αυτό πρέπει να εξετάσης με θάρρος και με προσοχήν και να μη παραδεχθής αβασανίστως — διότι ακόμη είσαι νέος και έχεις καιρόν — αφού δε εξετάσης, αν το εύρης, να το ειπής και εις εμέ διά να το γνωρίζω.
Κρατύλος.
Μάλιστα θα το κάμω αυτό. Γνώριζε όμως καλά, Σωκράτη μου, ότι και
αυτήν την στιγμήν δεν είμαι αμελέτητος, αλλά ενώ συλλογίζομαι και
κουράζω τον νουν μου, μάλλον μου φαίνεται ότι είναι καθώς λέγει ο
Ηράκλειτος.
Σωκράτης.
Άλλην φοράν λοιπόν, φίλτατέ μου, όταν επιστρέψης μου το
διδάσκεις. Τόρα όμως, καθώς είσαι έτοιμος πήγαινε εις τον αγρόν,
και θα σε συνοδεύση και ο Ερμογένης απ' εδώ.
Κρατύλος.
Αυτά όλα θα γίνουν, καλέ Σωκράτη, αλλά και συ προσπάθησε να
σκεφθής περισσότερον αυτά.
Τ Ε Λ Ο Σ
Η σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή πού πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΚΡΑΤΥΛΟΣ Με βαθυτάτη παρατηριτικότητα κ' εύληπτη ανάλυση στον διάλογο τούτο εξετάζεται το πώς δημιουργήθηκε η γλώσσα, για το πώς πρέπει ν' αποβλέπωμε στη μουσική ετυμολογία των λέξεων και ίσαμε ποιο σημείο είναι δυνατόν να χειραφετηθή η σκέψη από τις ατέλειες της γλώσσας.
Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10
***
1) Ο Ερμογένης ως γόνος του Ερμού του κερδώου ώφειλε να είναι πλούσιος, διά να είναι αληθινόν το όνομά του.
2) Η υπερβολική λεπτολογία του Σωκράτους δι' ένα πράγμα απλούστατον γίνεται εις απάντησιν των σοφιστών, οι οποίοι διισχυρίζοντο ότι εκείνο το οποίον δεν υπάρχει δεν λέγεται, επομένως δεν υπάρχει ψευδής λόγος. Το σόφισμα τούτο αναλύεται λεπτομερώς εις τον Ευθύδημον.
3) Τούτο είναι μνημονική ανακρίβεια του Πλάτωνος. Ο Όμηρος λέγει ότι ο ίδιος ο Έκτωρ ωνόμαζε τον υιόν του Σκαμάνδριον, ενώ οι άλλοι τον ωνόμαζαν Αστυάνακτα.
4) Σήμερον, ως γνωστόν, προσθέτομεν επίθετα εις αυτά τα στοιχεία χάριν διακρίσεως (ε ψιλόν, ο ψιλόν, ο μικρόν, ω μέγα), τα οποία συνήθως προφέρονται ως ηνωμένα.
5) Ώστε ο Πλάτων παράγει το όνομα Κρόνος εκ του κόρος και νους.
6) Το ύστερον παράγωγον του σώζω (σαόω) είναι σώσμα, αλλά οι μετά του σ τύποι δεν είναι οι αρχαιότεροι.
7) Εκ του φέρω φονήν (φόνον).
8) Ο ύμνος της Αθηνάς φαίνεται ότι εμιμείτο το σφύριγμα των όφεων οι οποίοι έζωσαν την κεφαλήν της Γοργόνος, όταν εξεψύχει.
9) Οι τρεις τύποι ιμέρα, εμέρα, ημέρα επροφέροντο βεβαίως διαφόρως (&έλεγον& λέγει ο Πλάτων, όχι έγραφον, διότι τότε το ήτα ήτο μακρόν ε ( = ε ε ).
10) Διότι και το υ της παραληγούσης επλησίαζε το ο (=u).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου