Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Αριστοτέλης: Περί Ψυχής

Αριστοτέλης: Περί Ψυχής 
 
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 
 
Αρχαίο κείμενο και Μετάφραση-Σχόλια Παύλου Γρατσιάτου (Αθήνα, "Φέξη", 1911). Σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και, επίσης, έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. Εντελέχεια είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Η ψυχή, δηλαδή, είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Η χαρακτηριστική Αριστοτελική διατύπωση, είναι πως η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι. Είναι αιτία και αρχή του ζωντανού σώματος, η πηγή και ο σκοπός της κίνησης του. Είναι αιτία ως η μορφή του έμψυχου σώματος. Ο Αριστοτέλης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους ερευνητές και διανοητές γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής απ' το γιατρό (του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄) Νικόμαχο και την Φαιστίδα το 385π.Χ. Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Επέδειξε τόσην επιμέλεια και ευφυϊα, ώστε ο Πλάτων τον αποκαλούσε «Ο Νους».
Αριστοτέλης
Αριστοτέλης: Περί Ψυχής – Διαβάστε

Αριστοτέλους

Περί Ψυχής

Μετάφραση-Σχόλια Παύλου Γρατσιάτου

ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Προς εξήγησιν θεωριών τινων και χωρίων του Αριστοτέλους εθεωρήσαμεν επάναγκες να προσθέσωμεν ενταύθα ολίγας έτι σημειώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.
Καίτοι πάντες οι κριτικοί παραδέχονται ότι το βιβλίον τούτο είναι έργον του Αριστοτέλους, τινές όμως φρονούσιν, ότι η τάξις των Κεφαλαίων είναι έργον άλλης χειρός. Αλλά το αυτό δύναταί τις να είπη και περί των άλλων συγγραφών του φιλοσόφου, αίτινες πάσαι σχεδόν είναι συρραφαί αποσπασμάτων ή πραγματειών μεμονωμένων. Ο Αριστοτέλης συνέτασσε σχέδια πραγματειών ή σημειώσεις προς διδασκαλίαν, αλλά δεν ηδυνήθη να δώση εις ταύτα και την τελικήν μορφήν, ταλαιπωρηθείς κατά τα τελευταία έτη του βίου του υπό θρησκευτικού διωγμού και εξορίας. Την διάταξιν των υλικών, άπερ κατέλιπεν ο Αριστοτέλης, εξετέλεσαν οι εκδότες αυτών, Ανδρόνικος ο Ρόδιος και άλλοι.
Κεφ. Α, 1. σελ. 13. Διά την ακρίβειαν αυτής. Άλλοι εξηγούσι : “Διά την οξύνοιαν την απαιτουμένην προς εύρεσιν της γνώσεως”. Ισχυρίζονται δ' ότι δεν πρόκειται ενταύθα περί αληθείας εξαγομένης εκ των πρώτων αρχών, διότι ο Αριστοτέλης εθεώρει το υλικόν της ψυχολογίας ως ανήκον εις τον φυσικοοργανικόν κόσμον, όστις δεν είναι ο κόσμος της αναγκαίας και ακριβούς πραγματικότητος.
Κεφ. Α, 1. σελ. 14. Η ψυχή αρχή των ζώντων. Η λέξις αρχή από του Αριστοτέλους κατέστη σημαντικώτατος φιλοσοφικός όρος. Τας διαφόρους σημασίας της αρχής (όρα σελ. 14) οι νεώτεροι περιέλαβον εις την αρχήν του είναι (λόγον πραγματικόν ή αιτιώδη) και εις την αρχήν της γνώσεως (γνωστικόν λόγον) ή κατ' Αριστοτέλην “αρχήν του γνώναι και της κινήσεως”.
Κεφ. Α. 2. σελ. 14. Άλλαι αι αρχαί των αριθμών. Αι διάφοροι αρχαί, ων χρήσιν ποιούνται η αριθμητική και η γεωμετρία, είναι η Μονάς και η Έκτασις.
Κεφ. Α, 3. σελ. 14. Αι κατηγορίαι, ήτοι οι διάφοροι τρόποι του είναι, εισί δέκα: ουσία (υπόστασις), ποσόν, ποιόν, σχέσις, τόπος, χρόνος, θέσις, έξις (κατοχή), ενέργεια, πάθος. Η ουσία είναι τα υποκείμενον, αι δε λοιπαί εννέα είναι κατηγορούμενα. [σ. 154]
Κεφ. Α, 5. σελ. 15. Πρέπει να προσέξωμεν. Η παράγραφος απλούστερον μεταφραζομένη ορίζει, ότι ανάγκη να εξετασθή, αν υπάρχει είς μόνος ορισμός της ψυχής, όπως είς μόνος υπάρχει ορισμός του ζώου, ή αν απαιτείται διάφορος ορισμός εκάστου είδους ψυχής, όπως διάφορος είναι ο ορισμός του ίππου κλπ. Εξεταστέον δε και αν η γενική έννοια ζώον ουδέν είναι πραγματικόν ή αν λαμβάνει ύπαρξιν μετά τα καθ' έκαστα ζώα. Το αυτό δε εξεταστέον και περί πάσης άλλης γενικής εννοίας.
Κεφ. Α, 8. σελ. 16. Κατά τας εικόνας (των πραγμάτων τας σχηματιζομένας υπό της) φαντασίας. Ο Αριστοτέλης λέγει μόνον: κατά την φαντασίαν.
Κεφ. Α. 8 σ. 16. Αντιλογικώς και κενολογικώς. Ο Αριστοτ. λέγει ότι οι ορισμοί, δι' ων δεν είναι εύκολον να συλλάβη τις ούτε εικασίαν των ιδιοτήτων του οριζομένου πράγματος, είναι ορισμοί ονοματικοί ή εριστικοί και κενοί εμπεριεχομένου.
Κεφ. Α. 9 σ. 17. Σημ. 1. Η νόησις δεν υπάρχει άνευ του σώματος. Ο Αριστ. εκφράζεται ασαφώς. Η ψυχή λέγει, ότι είναι η δίδουσα εις φυσικόν τι σώμα την ατομικότητα και την σημασίαν αυτού και αποτελείται εκ της θρέψεως, κινήσεως κατά τόπον αισθήσεως, μνήμης, πάθους, φαντασίας και νου. Εκ των λειτουργιών τούτων της ψυχής μόνος ο νους είναι ίδιος εις τον άνθρωπον, αλλά και ούτος εν τη παθητική μορφή αυτού βάσιν έχει την πείραν και είναι συνδεδεμένος με την ζωήν του σώματος. Ο ποιητικός όμως νους είναι όλως χωριστός από του σώματος και αθάνατος, γινώσκει δε την αλήθειαν (τας αρχάς) εποπτικώς, αμέσως, ουχί ως ο παθητικός εμμέσως. Αλλ' ο τοιούτος νους δεν φαίνεται έχων θέσιν εν τω ορισμώ της ψυχής, καθ' όν αύτη είναι εντελέχεια σώματος φυσικού έχοντος την δύναμιν του ζην.
Κεφ. Α. 10. σ. 17. Και επομένως εκφράσεις τοιαύται. Το χωρίον μεταφράζεται και ούτως: Επομένως οι ορισμοί είναι τοιούτοι· λ. χ. το οργίζεσθαι είναι κίνησις του κ.λ.
Κεφ. Α. 11. σ. 18. Έργον τον φυσικού. Ο φυσικός φιλόσοφος δέον να μελετήση την ψυχήν όλην ή μέρος αυτής συνδεδεμένον μετά του σώματος.
Κεφ. A. 11. σ. 18. Η μορφή της οικίας είναι τοιαύτη. Κατά λέξιν: Το είδος είναι εν (τοις υλικοίς) τούτοις και δι' αυτό (το είδος) είναι ταύτα.
Κεφ. Α. 11. σ. 18. Είς τεχνίτης. Τεχνίτης εννοείται ουχί ο εμπειρικός απλώς, αλλ' ο μετά της πείρας κατέχων και την θεωρίαν, ο επιστήμων τεχνίτης, ο ιατρός λ. χ., ή ο αρχιτέκτων.
Κεφ. Β'. 5. σ. 20 Ομοίως και ο Αναξαγόρας. Οι ορισμοί της ψυχής αποτελούσι τρεις τάξεις καθ' όσον θεωρούσι κύριον χαρακτηριστικόν αυτής α') την κίνησιν, β') την γνωστικήν δύναμιν, γ') αμφότερα, τήν τε κίνησιν ή ενέργειαν και την γνώσιν ή θεωρίαν.
Κεφ. Β'. 5. σ. 21. Κατέκειτο αλλοφρονών. Τοιούτο χωρίον δεν απαντά εν τη σωζομένη μορφή των Ομηρικών επών· του αλλοφρονείν εναντίον είναι τα φρονείν=ορθώς σκέπτεσθαι. Ο Έκτωρ κατέκειτο αναίσθητος εκ πληγής, [σ. 155] είχεν άρα διατεταραγμένην και την διάνοιαν. Αλλ' όμως ο Δημόκριτος διακρίνει τον λόγον από της αισθήσεως. Καίτοι και ο μεν και η δε πηγάζουσιν έξωθεν, ουχί όμως αι αισθήσεις, αλλ' η λογική νόησις ευρίσκει την πραγματικήν φύσιν των όντων. Του κόσμου η αληθής φύσις αποτελείται εκ των ατόμων και του κενού, ταύτα όμως είναι στοιχεία νοητά. Εν τούτοις τα δεδομένα προς τας λογικάς ταύτας αληθείας ευρίσκομεν εν ταις αισθητικαίς αντιλήψεσι.
Κεφ. Γ, 2. σ. 26. Ας εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ' εαυτήν ή μόνον μετέχει της κινήσεως. Αντί των δύο λέξεων της μεταφράσεως ή μόνον κατ' άλλους γραπτέον και ούτω, δηλ. εξεταστέον αν η ψυχή ένεκα της ιδίας αυτής φύσεως μετέχει κινήσεως. Ο Αριστοτ. απορρίπτει την θεωρίαν ταύτην του Πλάτωνος ισχυριζόμενος ότι α') αν η κίνησις είναι ουσιώδης φύσις της ψυχής, αύτη θα είναι εν τόπω, τ. ε. θα περιέχηται και θα περιορίζηται υπ' άλλου σώματος, διότι κατ' Αριστ. τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος, ή το πληρούμενον υπό του σώματος, β') η ψυχή αναγκαίως πρέπει να κινήται υπό εξωτερικής δυνάμεως, και γ') και αναγκαίως πρέπει να τηρήται εν ηρεμία υπό εξωτερικής δυνάμεως· αλλ' αι βεβιασμέναι αύται καταστάσεις κινήσεως και ηρεμίας είναι αδιανόητοι, δ') η σύστασις της ψυχής θα προσδιορίζηται υπό της φύσεως των κινήσεων της, ε') η ψυχή θα εκτελή τας κινήσεις, ας δίδει και, επειδή δίδει τοπικήν κίνησιν, θα κάμνη και αυτή τοπικήν κίνησιν, και επομένως δύναται να εισέλθη εις το σώμα, όταν εξέλθη εξ αυτού, και τα ζώα άρα δύνανται να ανίστανται εκ νεκρών, ς') αν η κίνησις ήτις είναι μετάθεσις του κινουμένου, είναι ουσιώδης φύσις της ψυχής, τότε η κίνησις της ψυχής θα ήτο μετάστασις εκ της φύσεως αυτής.
Κεφ. Γ. 23. σ. 32. Η τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς. Η τεκτονική την φυσικήν και υλικήν έκφρασιν αυτής ευρίσκει έν τινι οικία, ουχί δε εν αυλώ· προσέτι όργανον έχει πέλεκυν και ουχί αυλόν. Μερική τις οικία είναι η έκφρασις μερικής τέχνης ή ιδέας, ακριβώς όπως μερικόν τι σώμα είναι η έκφρασις ωρισμένης και ατομικής ψυχής. Η ψυχή είναι η εντελέχεια και η δύναμις η διαμορφούσα το σώμα, και αυτή αποτελεί την Ατομικότητα και την σημασίαν του ανθρώπου.
Κεφ. Δ. 2, 32. Αλλά καίτοι η αρμονία. Η περί Αρμονίας θεωρία αύτη φαίνεται μεν πιθανή, λέγει ο Θεμίστιος (1, 4, σ. 44), ανηρέθη όμως πολλαχώς και υπ' Αριστοτέλους και υπό Πλάτωνος. Διότι η ψυχή είναι πρότερον του σώματος, η δε αρμονία ύστερον· η ψυχή άρχει του σώματος και επιστατεί και μάχεται πολλάκις προς αυτό, η αρμονία όμως δεν μάχεται προς τα ηρμοσμένα πράγματα· η αρμονία δέχεται το μάλλον και το ήττον, η ψυχή όμως δεν δέχεται τοιαύτην αυξομείωσιν· η αρμονία δεν ανέχεται αναρμοστίαν, η ψυχή όμως δέχεται κακίαν χωρίς να καταστρέφηται· προσέτι, αν του σώματος η αναρμοστία είναι νόσος, ή αίσχος, ή ασθένεια, η αρμονία αυτού θα είναι υγίεια και κάλλος και δύναμις, ουχί όμως η ψυχή κ.λ.
Κεφ. Ε. 1. σ. 38. Η ψυχή είναι αριθμός. Ο Αριστοτέλης την θεωρίαν [σ. 156] του Ξενοκράτους αφομοιών προς την ατομολογίαν του Δημοκρίτου εφαρμόζει και επ' αυτής την κριτικήν της θεωρίας του Δημοκρίτου.
Κεφ. Ε. 2. σ. 38. Ο Δημόκριτος εξηγεί την κίνησιν. Δηλ. το ζώον κινείται υπό ψυχικών μονάδων, όπως κινείται υπό ψυχικών ατόμων εν τη θεωρία του Δημοκρίτου.
Κεφ. Ε. 4. σ. 39. Τρεις τρόποι καθ' ους ορίζουσι την ψυχήν. Αι θεωρίαι αύται είναι 1) η θεωρούσα την ψυχήν ως αριθμόν κινούντα εαυτόν Ξενοκράτης), 2) η θεωρούσα αυτήν ως συνισταμένην εκ των λεπτοτάτων και ευκινητοτάτων ατόμων (Δημόκριτος) ή εκ των λεπτότατων ουσιών (Αναξαγόρας) ή ίσως ως ούσαν αρμονίαν, Πλάτων) 3) η θεωρούσα αυτήν ως αποτελουμένην εκ των στοιχείων.
Κεφ. Ε. 23. σ. 45. Άλλο τι αίτιον της ζωής; Η ζωή είναι η πρώτη, στοιχειωδεστάτη λειτουργία της ψυχής και η αναγκαία προϋπόθεσις των άλλων λειτουργιών αυτής.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Κεφ. Α. 2. σ. 49. Ουσία. Ο παρά τω Αριστοτέλει όρος ουσία αντιστοιχεί προς τον όρον Υπόστασις των νεωτέρων. Το άμεσον και ατομικόν τόδε το όν είναι η πρώτη ουσία. Το είδος και τα γένη είναι δεύτεραι ουσίαι, αλλά μάλλον τα είδη, ως εγγύτερα εις το ατομικόν. Ενίοτε λέγει ουσίαν και την ύλην, διότι εκ ταύτης και του είδους αποτελείται η πρώτη (στοιχειώδης) ουσία.
Κεφ. Α. 5. σ. 50. Η πρώτη εντελέχεια. Εν τη προηγουμένη σημειώσει είδομεν ότι υπάρχει πρώτη και δευτέρα ουσία. Ωσαύτως υπάρχει ύλη πρώτη, ήτοι άμορφος και πρώτη ψυχή, ήτοι η στοιχειώδης μορφή ψυχής, η θρεπτική, και πρώτη, εντελέχεια, ήτοι η στοιχειώδης ή αρχική μορφή της ψυχικής ζωής. Είναι πρώτη ως εγγυτάτη εις την απλήν δύναμιν, κατά τάξιν δε αναπτύξεως κείται αμέσως υπεράνω του σώματος και είναι θεμελιώδης όρος της αναπτύξεως των άλλων. Λοιπόν η πρώτη εντελέχεια σώματος είναι η πρώτη φανέρωσις ζωής, ην οργανισμός τις εκτυλίσσει και είναι απλή δύναμις ή έξις ως προς τας υψηλοτέρας εκδηλώσεις της ζωής.
Κεφ. Β. 1. 53. To γνωριμώτερον κατά λόγον. Κατ' Αριστ. η μόνη βεβαία και επιστημονική γνώσις είναι η των εννοιών ή των καθόλου. Και αυτή η αντίληψις των αισθητών δεν είναι παθητικόν δοχείον εξωτερικών εντυπώσεων. Αύται μάλλον ως αφορμαί διεγείρουσι την ψυχήν εις ενέργειαν. Η δε λογική νόησις είναι έτι μάλλον ελευθέρα ενέργεια της ψυχής.
Κεφ. Β 1. 54. Ορισμός του τετραγωνισμού. Εκ τούτων ο πρώτος περιγράφει το τετελεσμένον εξαγόμενον, ο δεύτερος το μέσον και την μέθοδον της [σ. 157] επιτελέσεως αυτού. Ο Αριστ. καίτοι αντέχεται των γεγονότων, επιμόνως εξαίρει την υπερτέραν σημασίαν των σχέσεων και αιτίων.
Κεφ, Β 8. σελ. 56. Καθώς τινες λέγουσι. Ο Πλάτων λέγει ότι η ψυχή αποτελείται εκ τριών διακεκριμένων μερών, του λογικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, και ότι ο μεν λόγος κείται εν τη κεφαλή, το θυμοειδές εν τω θώρακι και το επιθυμητικόν εν τω υπογαστρίω (εν τω ήπατι).
Κεφ. Ι 1 σ. 89 και να μη γίνηται (εσωτερικώς) υγρόν. Πάσα μεταβολή είναι μετάβασις από καταστάσεως εν δυνάμει εις κατάστασιν, εν η το πράγμα ευρίσκει το τέλος αυτού πεπραγματωμένον, ή εν τη πορεία της πραγματώσεως. Ούτως η γεύσις είναι μόνον δυνάμει γεύσις, εφ' όσον δεν ερεθίζεται. Εν τη πορεία όμως της ενεργοποιήσεως το αισθητήριον αφομοιούται την αντικειμενικήν του πράγματος ποιότητα και μεταβάλλει αυτήν εις υποκειμενικήν. Ούτω το γευστικόν όργανον έχει την ικανότητα να υγραίνηται χωρίς να μεταβάλληται εις υγρόν.
Κεφ. Ι 2. σ. 91. Αύται είναι αι διαφοραί των χυμών. Ο Αριστοτέλης διακρίνει επτά χρώματα και επτά χυμούς. Εκ των δύο θεμελιωδών χρωμάτων, του λευκού και του μέλανος (εις ο περιλαμβάνεται το φαιόν) γεννώνται διά μίξεως τα λοιπά πέντε, ξανθόν, φοινικούν, αλουργόν, πράσινον και κυανούν. Ούτω και εκ της μίξεως των δύο θεμελιωδών χυμών του γλυκέος και του πικρού γεννώνται πέντε διάμεσοι, αλμυρός, δριμύς, αυστηρός, στρυφνός και οξύς, του λιπαρού περιλαμβανομένου εις τον γλυκύν. Σημειωτέον ενταύθα, ότι ο Αριστοτέλης τας αισθήσεις και εν γένει τα ψυχοφυσικά φαινόμενα εξετάζει και περιγράφει εκτενώς εν ταις θαυμασίαις εκείναις πραγματείαις του, άς οι σχολιασταί ήνωσαν υπό την επιγραφήν “Μικρά Φυσικά”, και αίτινες συμπληρούσι την όλην ψυχολογίαν του.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ.
Κεφ. IV 7. Η κεκλασμένη γραμμή παριστά τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα, η δε ευθεία την καθαράν έννοιαν, αμφότερα δε αντιστοιχούσι προς την διάκρισιν μεταξύ του σαρκί είναι και της σαρκός. Τα εν αφαιρέσει όντα είναι αι μαθηματικαί έννοιαι, αίτινες είναι αφηρημέναι ως προς τα υλικά όντα, αλλά συγκεκριμέναι ως προς τας καθαράς εννοίας. Αι μαθηματικαί έννοιαι και τα σχήματα, εν αις και το σιμόν, κατέχουσι μέσην θέσιν.
Κεφ. VI σ. Αναγκαίον κρίνομεν να παραθέσωμεν ενταύθα τα κυριώτερα σημεία της υπό Θεμίστιου παραφράσεως των περί του νου χωρίων του Αριστοτέλους. Ο νους, λέγει, τελειούται μεταβαίνων εκ δυνάμεως εις ενέργειαν. Ότι είναι δύναμις αποδείκνυται εκ τούτων, ότι ούτε πάντοτε νοεί, ούτε τα αυτά [σ. 158] νοεί πάντοτε, αλλά άλλοτε άλλα και, όταν συνεχώς νοή, αποκάμνει. Ούτως ο νους ουσίαν και μορφήν έχει ταύτην, ότι δύναται να περιλάβη πάσας τας άλλας μορφάς. Και αν μη διέμενε τοιαύτη δύναμις, αλλ' είχεν ιδίαν ωρισμένην μορφήν, έν αποκλειστικόν είδος, δεν θα ηδύνατο να μεταβαίνη εκ μιας εις άλλην ενέργειαν και να δέχηται πάντα τα είδη, διότι το ιδιαίτερον εκείνο είδος του θα ημπόδιζε και θα αντέφραττε τα άλλα ως αλλότρια. Δυνάμει ων ο νους είναι απαθής και αμιγής, διότι πάσχει και μίγνυται μόνον το ον, όπερ είναι τι εν ενεργεία. Ων δε και ανεξάρτητος από του σώματος δύναται να νοή, όταν βούληται. Και είναι μεν δυνάμει πάντα τα όντα, ενεργεία όμως είναι ουδέν πριν να νοήση αυτά. Αναπτύσσεται δε και τελειούται καθ' όσον από των αισθητικών αντιλήψεων και παραστάσεων υψούται εις τα καθόλου, τα όλως νοητά όντα. Και είναι μεν και τότε δυνάμει νους, αλλ' ουχί όπως ήτο πριν να μάθη, διότι ήδη κατέχει την νοητήν ουσίαν και τας αναφοράς των όντων. Επειδή δε ο νους ουδέν άλλο είναι ή τα νοήματα, νοών ταύτα νοεί εαυτόν. Όπως η επιστήμη, λ. χ. η γεωμετρία είναι τα επιστητά θεωρήματα, ούτως ο νους είναι τα νοήματα και όταν μεν ηρεμή, λέγεται ότι έχει την έξιν των νοημάτων, όταν δε ενεργή περί έν τούτων, τότε είναι ο αυτός με το νοούμενον και είναι νους και νοητός.
Ο νους όμως, όστις είναι απηλλαγμένος του δυνάμει και είναι πάντοτε νους άμα και νοητός , είναι ο ποιητικός νους, όστις ενεργεία και τέλειος ων συμπλέκεται προς τον δυνάμει και προάγει αυτόν εις ενέργειαν. Οίαν σχέσιν έχει ο τεχνίτης προς την ύλην, τοιαύτην έχει ο ποιητικός νους προς τον δυνάμει, τελειοποιών τούτον και ποιών έξιν την προς το νοείν ευφυΐαν της ψυχής και τα δυνάμει νοητά καθιστών ενεργεία νοητά. Ο μεν ως είδος πάντα ποιεί, ο δε ως ύλη γίνεται πάντα· αλλ' εξ αμφοτέρων είς μόνος νους αποτελείται, πάντα γινόμενος και πάντα ποιών εν τη ψυχή. Ο ποιητικός όμως νους μη προβαίνων εκ δυνάμεως είναι πάντοτε ενεργεία, όταν είναι αυτός καθ' εαυτόν, απαθής όντως αυτός και αμιγής, ενεργεία άπαυστος και ακάματος και αΐδιος, νους και νοητός όμοιος τω Θεώ. Ο μεν δυνάμει νους διανοείται, ήτοι διαιρεί και συνθέτει τα νοήματα και εκ του ενός μεταβαίνει εις το άλλο, ο ποιητικός όμως νοεί αμέσως έχων αθρόως πάντα τα είδη και άπαντα συνάμα προβεβλημένος (Θεμιστ. λόγος Ε' και ΣΤ' περί ψυχής). Και το φιλείν και μισείν και το μνημονεύειν είναι πάθη ουχί του ποιητικού νου, όστις είναι μόνον είδος ειδών, αλλά του παθητικού, όστις είναι η ύλη του ποιητικού. Ο ποιητικός νους εν τω ανθρωπίνω μικροκόσμω είναι ως ο απόλυτος νους, ο Θεός, εν τω σύμπαντι. Την περί του νου λοιπόν θεωρίαν ο Αριστ. συμπληροί πραγματευόμενος περί του απολύτου νου εν τοις μεταφυσικοίς.
Εάν θελήσωμεν να μεταφράσωμεν την διδασκαλίαν ταύτην διά νεωτέρων επιστημονικών όρων, θα είπωμεν ότι το πνεύμα είναι ον ουσιωδώς καθολικόν και ελεύθερον, ότι είναι ύλη άμα και είδος, είναι η άπειρος μορφή, ήτις δημιουργεί παν περιεχόμενον, είναι υποκείμενον άμα και αντικείμενον και εν γένει είναι η ενότης πάντων των εναντίων. Εν τω νοητώ κόσμω ο νους είναι η αρχή, προς ην μόνην υπάρχει ο κοσμίως ούτος, και ουδέν δύναται να εμποδίση [σ. 159] αυτήν από του να άρχη και να γινώσκη τον κόσμον της. Μελετών το αντικείμενον του ο νους φαίνεται κατ' αρχάς ότι ερευνά αλλότριόν τι, πράγματι όμως μελετά και εξελίσσει εαυτόν, στοιχεία της συνειδήσεως του. Ώστε η εντελεχής γνώσις του αντικειμένου είναι το αυτό και η ανάπτυξις της νοήσεως εις τελείαν αυτοσυνειδησίαν, εις νόησιν νοήσεως. Ο νους όμως ούτος, ο συνειδώς εαυτόν, δεν μνημονεύει και είναι όλως απαθής. Τω όντι η μνήμη αντικείμενον έχει το παρελθόν, ο νους όμως νοεί το αιωνίως παρόν, το καθολικόν και το αναγκαίον. Ετέρωθι αι ιδέαι, η νοητή λ.χ. λύπη και ηδονή νοούσι μόνον, αλλά δεν αισθάνονται εαυτάς και ως όντα νοητά και καθολικά παράγουσι την επί μέρους λύπην και ηδονήν ημών. Ούτως ο Θεός είναι η πηγή της ζωής και του θανάτου, διότι αυτός είναι η ζωή και ο θάνατος.
Ως προς την πράξιν ο Αριστοτ. λέγει ότι, επειδή ο νους είναι το θείον εν τω ανθρώπω, ο βίος ο σύμφωνος προς τον νουν είναι βίος θείος. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει, ώς τίνες συμβουλεύουσι, να φρονή ανθρώπινα και πρόσκαιρα ως άνθρωπος και θνητός, αλλ' εφ' όσον δύναται πρέπει να ζη ζωήν αθάνατον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν, ίνα ζη συμφώνως προς το άριστον και τιμιώτατον μέρος του, τον νουν. Ο βίος δε ούτος είναι όντως ευδαίμων και μακάριος. (Ηθ. Νικομ. Κ. 7).
Τοιαύτη διά βραχέων η περί του νου εμβριθής διδασκαλία του Αριστοτέλους. Την αλήθειαν και την γονιμότητα αυτής απέδειξεν η μετά ταύτα ιστορία. Η έκτοτε ανάπτυξις της θρησκείας, έτι δε μάλλον της φιλοσοφίας, είναι συνεχής ανάπτυξις, πραγμάτωσις και συμπλήρωσις των αρχών, ας εδίδαξεν ο Αριστοτέλης εν τω Γ' βιβλίω της περί ψυχής πραγματείας και εν τω β' μέρει του ΙΒ' βιβλίου των Μεταφυσικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου